Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και οι αντιδράσεις των πολιτών, και κυρίως των νέων, που ακολούθησαν, έφεραν ξανά στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα των κινητοποιήσεων ως μέρος μίας γενικότερης αντισυστημικής τάσης ομάδων του πληθυσμού. Κάποιοι προσπαθούν να αναδείξουν τους κοινούς τόπους αυτών των κινητοποιήσεων με τις αντίστοιχες του Δεκεμβρίου του 2008 ή / και της περιόδου των Αγανακτισμένων. Είναι μία επιστημονική, κυρίως πολιτική και κοινωνιολογική άσκηση, που μπορεί κάποιος να διεξαγάγει. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να αντλήσαμε χρησιμότερα συμπεράσματα αν διευρύναμε το χρονικό πλαίσιο της προσέγγισής μας. Δεν μπορούμε να αποσυνδέσουμε τις αντιδράσεις για το δυστύχημα των Τεμπών από την παρατεταμένη κρίση της πανδημίας και τις πολλαπλές επιπτώσεις που προκάλεσε αυτή σε διάφορα επίπεδα σε πολλές χώρες. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήρθε για να επιβεβαιώσει με τον πλέον βάρβαρο τρόπο πως ζούμε σε μία περίοδο επάλληλων κρίσεων. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα το σχήμα των πολυ-κρίσεων.

Οι απανωτές κρίσεις όπως είναι αναμενόμενο έχουν ποικίλες επιπτώσεις σε διαφορετικούς τομείς της καθημερινότητας των πολιτών και των κρατών. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις περισσότερες εξ αυτών ως ακολούθως: κοινωνική αποστασιοποίηση, άγχος, ευαλωτότητα. Ενίσχυση του αισθήματος του φόβου και της ανασφάλειας. Αμφιβολίες και παράπονα για τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν τις κρίσεις. Μεγάλη διασπορά θεωριών συνωμοσίας και παραπληροφόρησης σχετικά με τις κρίσεις. Εργαλειοποίηση των κρίσεων από λαϊκίστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και βίαιες εξτρεμιστικές ομάδες. Οξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και της πόλωσης. Κοινές τάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των ΗΠΑ. Μεγάλες κινητοποιήσεις πολιτών και συμμετοχή ακόμη και των λεγομένων «πρώτη φορά διαδηλωτών».

Υπάρχει μία κυρίαρχη τάση σε όλη αυτή τη διαδικασία. Οι πολίτες αμφισβητούν το σύστημα και τις elites. Πανευρωπαϊκά, με χαρακτηριστική περίπτωση τη Γαλλία, ζούμε μια νέα φάση του αντισυστημισμού, ο οποίος σε σημαντικό βαθμό έχει εξισωθεί με τον αντιελιτισμό. Μία τάση που καλλιεργούν και παράλληλα εργαλειοποιούν λαϊκιστές πολιτικοί, χρησιμοποιώντας διχαστικό και μισαλλόδοξο λόγο (Τραμπισμός – Πολακισμός). Αυτή η συνθήκη περιγράφεται ως μη ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση, καθώς οι πολίτες που εκδηλώνουν την αντίθεσή τους με το κράτος δεν ασπάζονται μία κοινή ιδεολογία, αλλά εμφορούνται από ένα μεικτό σχήμα αισθημάτων οργής, απογοήτευσης, παραπόνων.

Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών δρα σαν καταλύτης μέσα σε αυτό το πλαίσιο και εντείνει τα συναισθήματα οργής, απογοήτευσης και παραπόνων, κυρίως των νέων ανθρώπων, στους οποίους ο αντισυστημισμός εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση. Είναι λογικό και θεμιτό οι άνθρωποι να αντιδρούν σε καταστροφές και ατυχήματα ή περιστατικά που πληγώνουν συνολικά μία κοινωνία. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα των κρατών είναι να καταφέρουν να βρουν δίαυλο επικοινωνίας με αυτούς τους πολίτες και να τους βοηθήσουν να μετατρέψουν την αντίδρασή τους σε δύναμη μεταρρύθμισης. Τα κράτη δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους που αισθάνονται απογοητευμένοι ως μία παράλληλη και αποκομμένη κοινωνία. Αντίθετα, πρέπει να επιδιώξουν τη διάδραση και την ουσιαστική συμμετοχή τους σε αλλαγές. Αν δεν το κάνουν, αφήνουν τους νέους ανθρώπους στους λαϊκιστές και στους οπαδούς της βίας. Οι τελευταίοι προσπαθούν για μία ακόμη φορά να εργαλειοποιήσουν τους νέους. Δεν τους ενδιαφέρει η αντίδραση ως ένα όχημα αλλαγών και ως θετική δύναμη, αλλά ως μία ακόμη συνθήκη βίας. Για αυτό και προσπαθούν να δημιουργήσουν ξανά κλίμα επεισοδίων στις παρελάσεις και νοσταλγούν τις πλατείες του μίσους και του διχασμού.

Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριος ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ