Η πρόσφατη είδηση της πιθανής ανακατασκευής του θρυλικού «Δεσμώτη του ιλίγγου», κατά κόσμον «Vertigo», του αριστουργήματος που ο Αλφρεντ Χίτσκοκ παρουσίασε το 1958, γράφοντας, στην πραγματικότητα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην Ιστορία του κινηματογράφου, δεν μπορεί παρά να βάλει κάθε κινηματογραφόφιλο σε σκέψεις, οι οποίες, όμως, συνάδουν σχεδόν με φυσικό τρόπο με την περιέργεια. Γιατί αν η ταινία όντως γυριστεί με παραγωγό και πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, όπως ανακοινώθηκε, ποιος κατά βάθος δεν θα θέλει να την παρακολουθήσει, μόνο και μόνο για να δει αν «έφτασε» (ή και ξεπέρασε ίσως) την πρωτότυπη;
Ανεξαρτήτως ποιότητας της νέας ταινίας όμως, από τη στιγμή που το ριμέικ αφορά ένα αριστούργημα του σινεμά όπως αδιαμφισβήτητα είναι ο «Δεσμώτης του ιλίγγου», τίθεται το απλούστατο ερώτημα: μα ήταν όντως ανάγκη να γυριστεί εφόσον η πρωτότυπη ταινία στ’ αλήθεια έφτανε και περίσσευε, πέρα από το ότι μπορεί ακόμα και στις μέρες μας, παραπάνω από 60 χρόνια μετά τη γέννησή της, να παρακολουθηθεί με το ίδιο ενδιαφέρον και με τον ίδιο θαυμασμό απέναντι στον μοναδικό (και εν τέλει αξεπέραστο) τρόπο με τον οποίο ο Χίτσκοκ χειρίστηκε το θέμα της συνδυάζοντας την ψυχανάλυση με το θρίλερ και το ερωτικό ρομάντζο;
Κάποιοι θα πουν γιατί όχι; Κάποιοι θα διαφωνήσουν ριζικά. Και κάποιοι – εκείνοι που δεν «καίγονται» για το σινεμά και την Ιστορία του – πολύ απλά θα μείνουν αδιάφοροι. Στο κάτω-κάτω και παρότι ανήκουμε στη μεσαία κατηγορία, ο ίδιος ο Χίτσκοκ είχε κάνει ένα ριμέικ, δικής του όμως ταινίας, του «Ανθρώπου που γνώριζε πολλά». Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η δεύτερη ταινία, η έγχρωμη του 1956 με τον Τζέιμς Στιούαρτ στη θέση του Λέσλι Μπανκς (της ταινίας του 1934) ήταν σαφώς καλύτερη.
Η περίπτωση Σκορσέζε
Ριμέικ γίνονταν από τα πρώτα κιόλας βήματα του κινηματογράφου και θα εξακολουθούν να γίνονται. Ενα βασικό ερώτημα όμως είναι τι αποφασίζεις να κάνεις ριμέικ. Οταν ο Μάρτιν Σκορσέζε έκανε το ριμέικ το «Ακρωτήρι του φόβου», είχε στα χέρια του ένα συμπαθητικό νουάρ του Τζέι Λι Τόμσον, πολύ κοντά στο b movie, μια ταινία του 1962 (30 περίπου χρόνια πριν από του Σκορσέζε) την οποία πολύς κόσμος είχε ξεχάσει. Επίσης όταν καταπιάστηκε με αυτήν έκανε κάτι «άλλο» εμβαθύνοντας στην ψυχολογία των ηρώων έτσι όπως ο Τόμσον δεν είχε κάνει. Και όταν το 2008 ο Σκορσέζε κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας για τον «Πληροφοριοδότη» (που μάλιστα είχε χριστεί και καλύτερη ταινία του 2006), ουδείς έδωσε σημασία στο ότι η ταινία είναι στην πραγματικότητα ριμέικ ενός αστυνομικού έργου από το Χονγκ Κονγκ ονόματι «Σατανικές υποθέσεις» (ή «Ο άνθρωπος του νόμου»), γυρισμένου μόλις τέσσερα χρόνια πριν από τον «Πληροφοριοδότη». Και δεν δόθηκε σημασία για τον απλούστατο λόγο ότι οι «Σατανικές υποθέσεις» δεν είναι μια ταινία με τόσο μεγάλη ιστορία πίσω της· αντιθέτως, στη συγκεκριμένη περίπτωση η ταινία από το Χονγκ Κονγκ έγινε… γνωστότερη χάρη στο αμερικανικό ριμέικ της!
Οχι ακριβώς ριμέικ
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι όλα τα ριμέικ αποτυχημένα, κυρίως όταν δεν είναι ακριβώς ριμέικ. Μπορώ να πω ότι οι «Επτά υπέροχοι» του 2016 που γύρισε ο Αντουάν Φουκουά είχε μια ενδιαφέρουσα πολιτική διάσταση που δεν υπήρχε στο κλασικό γουέστερν του Τζον Στέρτζες, παραγωγής 1960 με τον ίδιο τίτλο. Ο Φουκουά στην πραγματικότητα γύρισε μια άλλη ταινία πάνω στον «σκελετό» της πρωτότυπης ταινίας, η οποία ούτως ή άλλως ήταν και εκείνη εμπνευσμένη από κάτι εντελώς διαφορετικό, μια περιπέτεια σαμουράι, τους «Επτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα. Σε αυτές τις περιπτώσεις που το ριμέικ ξεφεύγει από τη σκιά του πρωτότυπου αποκτώντας δική του ζωή δεν μπορείς παρά να πας πάσο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» (1964) που έγινε μια κλασική ταινία πατώντας σε μια άλλη κλασική ταινία, το «Γιοζίμπο» (1961) και πάλι του Κουροσάβα.
Διασκευάζοντας Χίτσκοκ
Σε κάθε περίπτωση, αν ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» γίνει νέα ταινία, θα μπει στο κλαμπ των αρκετών ανακατασκευών έργων του μετρ της αγωνίας. Τις περισσότερες όμως καλύτερα να τις ξεχάσουμε. Δεν θα έλεγα ότι πέρασα άσχημα βλέποντας ως έφηβος τη «Δολοφονία στο τρένο των 12.15» με τον Ελιοτ Γκουλντ και τη Σίμπιλ Σέπερντ, αλλά αυτή η ταινία βασίστηκε σε μια μάλλον ταινία ρουτίνας του Χίτσκοκ, την «Κυρία εξαφανίζεται» (1938). Αλλά ειλικρινά δεν νομίζω ότι κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για την εκδοχή της ταινίας «Ψυχώ» (1999) του Γκας βαν Σαντ με τους Βινς Βον και Αν Χες ανύπαρκτους μπροστά στους Αντονι Πέρκινς και Τζάνετ Λι, για να μην αναφερθώ στην περίπτωση του «Σιωπηλού μάρτυρα» που μου προκαλεί θλίψη όταν τη σκέφτομαι γιατί το ριμέικ αυτό είναι παραγωγής 1998 όταν ο Κρίστοφερ Ριβ, ο πρωταγωνιστής της, βρισκόταν ούτως ή άλλως σε αναπηρικό καροτσάκι (όπως ο βασικός ήρωας της πρωτότυπης ταινίας τον οποίο υποδύθηκε ο Τζ. Στιούαρτ) εξαιτίας του ατυχήματος που τον είχε αφήσει στην πραγματικότητα ανάπηρο.