Ως λάτρης των νουάρ ταινιών και του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ο οποίος υπήρξε ο βασικός κορμός, ο στυλοβάτης για τη δημιουργία του κινηματογράφου στις αρχές του 20ου αιώνα, αγαπώ τις ταινίες με μυστήριο, πάθη και εγκλήματα. Αν μου έλεγαν λοιπόν πως αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό το remake του «Νονού» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, θα πέταγα τη σκούφια μου για να τη δω, ακόμη και αν η αναμέτρηση αυτή έμοιαζε να είναι ανάμεσα στον Δαβίδ και τον Γολιάθ. Ο διχασμός καλά κρατεί στους κινηματογραφικούς κύκλους, κάποιοι διαμαρτύρονται πως τις εμβληματικές ταινίες δεν τις ακουμπάς γιατί είναι ιεροσυλία και κάποιοι λάτρεις αυτών των φιλμ οι οποίοι αγωνιούν μήπως πάρουν κάποια κινηματογραφική «τζούρα» από τα παλιά περιμένουν μια νέα επανέκδοση. Συμπάσχω βαθύτατα με αυτούς τους νοσταλγούς χωρίς να έχω κάποια ύποπτη εμμονή με το παρελθόν και σκέφτομαι πως αν το remake γίνεται επειδή έχουμε στερέψει από ιδέες τότε στραβά αρμενίζουμε. Αν όμως γίνεται από βαθιά αγάπη για το φιλμ με μια βαθιά μελέτη και μια καλλιτεχνική προσθήκη που ίσως λείπει από το πρωτότυπο, τότε ναι το εγχείρημα μπορεί να αποδειχθεί σπουδαίο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Scarface» του 1932 του Χάουαρντ Χοκς το οποίο σχεδόν δεν είχε ήχο και ξαναγυρίστηκε δια χειρός Μπράιαν Ντε Πάλμα το 1983 – μια ταινία σταθμός στον παγκόσμιο κινηματογράφο η οποία έφερε νέα πνοή. Λόγω της τρομακτικής εξέλιξης της τεχνολογίας στον κινηματογράφο τέτοιες ταινίες οφείλουν να ξαναγυρίζονται ως remake και να επανέρχονται για να ξαναβρούν το κοινό τους.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ