Πολλή κουβέντα γίνεται τελευταία για τις «παρεμβάσεις» (λόγω «πολιτικής ορθότητας» ή «λαϊκής απαίτησης»;) σε κείμενα/βιβλία των Αγκαθα Κρίστι, Ρόαντ Νταλ, Ιαν Φλέμινγκ και άλλων, όπου «sensitivity readers» (εκπρόσωποι ποιων άραγε;) «διορθώνουν» τίτλους βιβλίων, εκφράσεις που μπορούν να προκαλέσουν κ.λπ. Το θέμα αυτό δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγες γραμμές και είναι ουσιαστικά συνέχεια της λογοκρισίας πάνω στην Τέχνη, που ασκείται εδώ και αρκετά χρόνια. Θα ήθελα όμως να τονίσω (ή και να υπενθυμίσω) ότι αυτή η πρακτική υπάρχει εδώ και δεκάδες χρόνια και απλά επανέρχεται από καιρού εις καιρόν. Πιο συγκεκριμένα, το 1925 το Harvard University Press, λογόκρινε τα «Δοκίμια» του Μονταίνιου, που δημοσιεύτηκαν χωρίς «ερωτικές» αναφορές, ενώ το «Πετρέλαιο» (ή «Θα χυθεί αίμα») του Upton Sinclair, κυκλοφόρησε στη Βοστώνη πετσοκομμένο κατά 150 σελίδες. Επίσης στις ΗΠΑ, στη δεκαετία του 1920, λογοκρίθηκε και η «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν ενώ πολύ πρόσφατα αποσύρθηκαν και επανεκδόθηκαν εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως «Ο νέγρος του Νάρκισσου» του Joseph Conrad και το «Χάκλμπερι Φιν» του Μαρκ Τουέιν, χωρίς τις εκφράσεις που θεωρήθηκαν «ρατσιστικές». Ολα αυτά, γίνονται μέσα στο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης πολιτικής ορθότητας, και μιας δεδομένης «συντηρητικοποίησης» της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ελπίζω να μη ζήσουμε σκηνές του «Φαρενάιτ 451», πάντως σίγουρα το θέμα είναι τεράστιο, και οπωσδήποτε θλιβερό, μπορεί δε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για παρεμβάσεις σε χιλιάδες έργα τέχνης (από ένα παιδικό βιβλίο έως τις παλιές κινηματογραφικές ταινίες, τους πίνακες ή τα εκθέματα σε μουσεία).