Δύο υπηρεσιακές κυβερνήσεις γνώρισε η Ελλάδα τα τελευταία έντεκα χρόνια, μια τον 2012 υπό τον Παναγιώτη Πικραμμένο και μια το 2015 υπό τη Βασιλική Θάνου. Και τις δύο φορές, τη νευραλγική θέση του υπουργού Εσωτερικών, με αντικείμενο τη διεξαγωγή των εκλογών, ανέλαβε ο συνταγματολόγος, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Αντώνης Μανιτάκης. Ο Μανιτάκης είναι ίσως ο πλέον κατάλληλος να μιλήσει για τις ειδικές συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει ένας υπηρεσιακός υπουργός, αλλά και τη διαφορά που υπάρχει με έναν υπουργό «κανονικής» κυβέρνησης, καθώς μετά την πρώτη του υπηρεσιακή θητεία επελέγη για τη θέση του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης την περίοδο της τρικομματικής ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ.
«Η υπηρεσιακή κυβέρνηση είναι μια κυβέρνηση που ασκεί προσωρινά κυβερνητικά καθήκοντα για ορισμένο χρονικό διάστημα για συγκεκριμένο σκοπό, π.χ. για τη διενέργεια εκλογών», διευκρινίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» για τις θητείες του. «Η αρμοδιότητά μας επικεντρωνόταν στην ομαλή λειτουργία της εκλογικής διαδικασίας, στη διασφάλισης της ελεύθερης και ανόθευτης της λαϊκής βούλησης, στην πιστή τήρηση των κανόνων της εκλογικής νομοθεσίας και στην ομαλή διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα και της εκλογικής διαμάχης. Στο διάστημα αυτό η υπηρεσιακή κυβέρνηση έπρεπε να διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις, αλλά και να παίρνει αποφάσεις που δεν ήταν δυνατόν να αναβληθούν». Και τις δύο φορές που ορίστηκε στην θέση του υπηρεσιακού υπουργού Εσωτερικών, ο Μανιτάκης κλήθηκε να διαχειριστεί έκτακτες υποθέσεις. «Επί Πικραμμένου, είχαμε ζητήματα με την Τρόικα και το Eurogroup», θυμάται. «Εκείνη την περίοδο υπήρχε μια σύμπνοια και μια άψογη συνεργασία των υπουργών, που δούλευαν με ενθουσιασμό και συλλογικότητας, ο κάθε ένας στον τομέα του υπό το “ευγενή” συντονισμό του Πρωθυπουργού. Ημασταν αφοσιωμένοι στο καθήκον και αυτό είχε θετικό αντίκτυπο στο έργο της κυβέρνησης, που θεωρήθηκε πετυχημένη». Με εγκατεστημένη τότε την τρόικα στην Ελλάδα, ένας εκπρόσωπος της λεγόμενης Task Force είχε ζητήσει τότε να δει τον Μανιτάκη. «Ο τότε γενικός γραμματέας με συμβούλευσε να μη τον δεχτώ. Φυσικά δεν τον άκουσα, εφόσον αφορούσε μια διεθνή υποχρέωση της Ελλάδας ήμουν υποχρεωμένος να συνεργαστώ και να δείξω ότι η χώρα εκπληρώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Με την υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν διακόπηκε η κρατική συνέχεια. Τελικά ήταν περισσότερο μια επίσκεψη πολιτικής αβρότητας παρά ελέγχου. Η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση χρεοκοπίας, και δεν ήταν καιρός για άσκοπες και αδικαιολόγητες πολιτικές αγένειες».
Το προσφυγικό κύμα του 2015
Εκτακτες ανάγκες, όμως, είχαμε και το 2015. «Επρεπε να αντιμετωπίσουμε το τεράστιο κύμα των προσφύγων. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε καταστρώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο και επειδή η πίεση ήταν τρομακτική έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε άμεσα και επειγόντως. Εγινε έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, παρουσία και των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, για να δούμε τι θα κάνουμε», περιγράφει. «Ευτυχώς είχαμε στη θέση του υπουργού Οικονομικών τον Νίκο Χριστοδουλάκη, ο οποίος είχε χρόνια υπουργική πείρα και ήταν σε θέση να καταστρώσει ένα επιχειρησιακό σχέδιο και να μας υποδείξει πώς πρέπει να οργανωθούν οι Ενοπλες Δυνάμεις, το Λιμενικό αλλά και τα νησιά για να αντιμετωπιστεί επειγόντως και άμεσα η έκτακτη αυτή κατάσταση. Φυσικά οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ήδη έτοιμοι και ήθελαν πολιτική κάλυψη. Το ζήτημα ήταν υπαρξιακό για τη χώρα μας. Στο μέτρο που μπορούσαμε και για τον χρόνο που είχαμε, τα καταφέραμε».
Τεχνοκράτες ή πολιτικοί;
Τι είναι καλύτερο, λοιπόν, να αναλαμβάνουν τεχνοκράτες ή πολιτικά πρόσωπα; Για τον Μανιτάκη, «σε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, επειδή ακριβώς το έργο της είναι υπηρεσιακό και διεκπεραίωσης τρεχουσών υποθέσεων, οι τεχνοκράτες μπορούν να διαχειριστούν δημόσιες πολιτικές για λίγες άλλωστε μέρες. Υπάρχουν όμως και τεχνοκράτες που έχουν διατελέσει υπουργοί ή και το αντίστροφο. Εάν υπάρχουν υπουργοί που έχουν την καθολική αναγνώριση ως προς τις ικανότητές τους μπορούν να συνεχίσουν να επιτελούν τα καθήκοντά τους», λέει, με το βλέμμα στραμμένο και στην περίπτωση που χρειαστούν επαναληπτικές εκλογές το καλοκαίρι. «Για παράδειγμα, ο υπουργός Αμυνας, κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να αλλάξει για τριάντα μέρες – οι λόγοι προφανείς. Στο υπουργείο Εξωτερικών το ίδιο. Αν όμως μπει κάποιος, πρέπει να είναι κάποιος διπλωμάτης με πολιτική ικανότητα».
Για τις κανονικές κυβερνήσεις, ο Μανιτάκης πάντως προτιμάει, φυσικά, τα πολιτικά πρόσωπα: για ορισμένα όμως υπουργεία και σε περιορισμένο αριθμό χρειάζονται και οι τεχνοκράτες.
Συμμαχικές ή αυτοδύναμες κυβερνήσεις;
«Το κακό με τη χώρα μας είναι ότι στις συμμαχικές κυβερνήσεις τα υπουργεία μοιράζονται ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων και τα κόμματα δεν βάζουν σίγουρα τους πιο άξιους αλλά τους πιο κομματικά και εκλογικά ισχυρότερους», επισημαίνει. Και προσθέτει: «Οι κυβερνήσεις συνεργασίας χρειάζονται ένα πλήρως επεξεργασμένο, λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα, ώστε να μην προκύψουν κατά τη διάρκεια της θητείας διαφωνίες. Οι αυτοδύναμες (μονοκομματικές) κυβερνήσεις παράγουν και αναπαράγουν τον δικομματισμό και την ακραία πόλωση. Καλλιεργούν την αλαζονεία και την ιδιοκτησιακή σχέση», υπογραμμίζει ο Μανιτάκης. «Από την άλλη σε μια χώρα σαν τη δική μας με την απουσία κάθε είδους παράδοσης συναίνεσης, με μόνιμα οξυμμένο πολιτικό κλίμα και λεκτικά εμφυλιοπολεμική πολιτική αντιπαράθεση, ο σχηματισμός συμμαχικής κυβέρνησης δεν μπορεί να εγγυηθεί την κυβερνητική σταθερότητα». Για τον Μανιτάκη, «το ιδανικό θα ήταν να είχαμε συμμαχικές κυβερνήσεις». Ομως, όπως συμπληρώνει, «αγκάθι» αποτελεί και το γεγονός ότι ο σχηματισμός μιας συμμαχικής κυβέρνησης πρέπει να αποφασιστεί σε τρεις μέρες υπό τη δαμόκλειο σπάθη και την απειλή των εκλογών.
Και όσον αφορά τον ίδιο, θα αναλάμβανε και πάλι τον ρόλο του υπηρεσιακού υπουργού; «Εχω ορκιστεί υπουργός τρεις φορές. Νομίζω πως ό,τι ήταν να προσφέρω για τη χώρα το έχω προσφέρει», λέει.