Απόλυτα ακριβής στις πληροφορίες του και με την ίδια δίψα και αγάπη για τη μουσική όπως τότε που ξεκίνησε παιδί ακόμη στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Θωμαΐδης δεν έχει εγγραφεί απλώς και μόνον ως ένας εκ των στενότερων συνεργατών του Θάνου Μικρούτσικου αλλά και ως ένας ερμηνευτής με 50 χρόνια φέτος στο πεδίο και με 40 χρόνια ως ραδιοφωνικός παραγωγός, με εκείνη την παλιά ιδιοσυγκρασιακή προσήλωση και αγάπη στους κύκλους του ελληνικού τραγουδιού. Προσφάτως συμβρεθήκαμε στην παρουσίαση ενός τόμου για τον Θάνο – αναγνώσεις του έργου του σε επιμέλεια του Ηρακλή Οικονόμου – και ξαναθαύμασα τον τρόπο ερμηνείας του αλλά και εκείνη τη θρησκευτική του σχεδόν πίστη στον δάσκαλο και φίλο του και μεγάλο συνθέτη. Η συζήτηση με τον Θωμαΐδη μοιάζει να περικλείει τρεις ενότητες. Το τραγούδι και τη θητεία του πλάι στον Μικρούτσικο αλλά και τον Μίκη (και όχι μόνον), το ραδιόφωνο που και σήμερα υπηρετεί στο Δεύτερο Πρόγραμμα αλλά και την ιστορία μιας παρέας στη Μεταπολίτευση που πολιτικοποιείται μέσα στο κλίμα αλλά και αρθρώνει τον δικό της λόγο στα μουσικά και κοινωνικά δρώμενα.
Πολλά τα έχετε πει ξανά, όμως το 2023 έχετε 50 χρόνια σύνολο σε τέχνη, κι αυτό είναι η αφορμή της κουβέντας μας.
Θα προσέθετα κι άλλα χρόνια αφού από τα οκτώ μου ήμουν στο παιδικό θέατρο της Θεσσαλονίκης. Τραγουδούσα κι έπαιζα. Τα παιδιά-θαύματα – εντός εισαγωγικών – ήμουν εγώ και η Τάνια Τσανακλίδου. Από τότε είμαστε αδέλφια. Ζήσαμε εξαιρετικά χρόνια, με το παιχνίδι μας να είναι το θέατρο και η μουσική.
Ποιος είναι ο θίασος τότε;
Η Μαίρη Σοΐδου. Το ίδρυσε στις αρχές του ’60 ή στα τέλη του ’50. Το παιδικό αυτό θέατρο αποτελείτο μόνον από παιδιά. Το βασικό καλό που μας έκανε τότε αυτό το θέατρο ήταν που ανεβήκαμε στη σκηνή.
Γιατί;
Γιατί όταν απελευθερώνεσαι σε τέτοια ηλικία να ανέβεις στη σκηνή, νιώθεις τον χώρο σαν σπίτι σου. Επίσης μάθαμε να μιλάμε καθαρά. Ορθοφωνία. Στα 14 μου, στη Θεσσαλονίκη πάντα, ήλθε ο Κάρολος Κουν με το «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» κι έπαιξα ένα από τα έξι πρόσωπα.
Τι θυμάστε;
Τα πάντα. Θυμάμαι τον Κουν με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη που με καθοδηγούσε. Ηταν ο Λαζάνης, η Αγγέλικα Καπελλάρη, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο Κώστας Μπάκας. Ο Ηλίας Λογοθέτης και ο Αντώνης Αντύπας ερμήνευαν τα βουβά πρόσωπα που μόλις είχαν βγει από τη σχολή.
Τι σας λέει όλο αυτό από τότε;
Ολο αυτό μου έλεγε από τότε πως δεν θα ασχοληθώ με τίποτε άλλο εκτός από το θέατρο και τη μουσική. Στα υπόψιν δεν προέρχομαι από καλλιτεχνικό σπίτι. Δεν με εμπόδισαν όμως. Και χρωστώ στον πατέρα μου πως με προσγείωνε, όπως κι ο αδελφός μου. Γιατί ένα παιδάκι που το χειροκροτούν σε κάθε παράσταση, δεν θέλει και πολύ να την ψωνίσει. Ετσι λοιπόν μου ήλθε στο σπίτι μια κιθάρα από έναν θείο της μαμάς μου, αυτός με είχε πάει και στο παιδικό θέατρο. Επιασα την κιθάρα το απόγευμα και σε μιάμιση ώρα σε μια χορδή με το αφτί έπαιζα το «Αστέρι του Βοριά».
Ολο εκείνο το περιβάλλον με καθόρισε και έτσι από τότε η πορεία μου ήταν αυτή. Από μικρό παιδί με την Τάνια επίσης αγοράσαμε μια παλιά ρωσική φωτογραφική μηχανή Λούπιτελ και γυρνούσαμε στη Θεσσαλονίκη βγάζοντας φωτογραφίες. Μου έμεινε το χόμπι μέχρι σήμερα. Και κατεβαίνω στην Αθήνα να σπουδάσω στου Σταυράκου. Σκηνοθεσία.
Το ’72 κατεβαίνετε.
Τον Ιανουάριο, ναι.
Υπήρχε ακόμη τότε ο μεγάλος κινηματογράφος.
Ναι, βέβαια. Εγώ είχα τον Παντελή Βούλγαρη δάσκαλο ανάμεσα σε άλλους. Και με πήγε στον Νίκο Καβουκίδη. Ο Νίκος είχε φύγει τότε από τον Φίνο και είχε δικό του γραφείο παραγωγής όπου πάω και δουλεύω εκεί. Tele Film λεγόταν. Πατρική φιγούρα ο Νίκος. Ημουν το παιδί για όλες τις δουλειές. Είχα βοηθήσει λίγο – πολύ λίγο – στον «Μεγάλο Ερωτικό» του Βούλγαρη. Βασικά δούλευα στα διαφημιστικά του Νίκου. Τότε το μοντάζ γινόταν με τη μουβιόλα. Εκοβαν-έραβαν με το ξυραφάκι.
Στον «Μεγάλο Ερωτικό» γνωρίζετε τον Χατζιδάκι;
Οχι. Με στέλνει όμως ο Βούλγαρης σε μια οντισιόν που κάνει τότε ο Μάνος για ένα πρόγραμμα στην μπουάτ Πολύτροπον. Επαιξα με την κιθάρα το «Μίλησέ μου, μίλησέ μου». Δίνουμε ραντεβού στον Μαγεμένο Αυλό. Είχα άγνοια κινδύνου. Αρχίζουμε να μιλάμε. Κι αρχίζω να τον ρωτώ για τα Reflections, για την Τζοκόντα κ.ά. Του έκανε τρομερή εντύπωση. Πήγαμε σε ένα στούντιο που είχε απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν όπου όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με εξώφυλλα από άλμπουμ κλασικής μουσικής. Και μου λέει: «Θα είσαι εσύ, η Φλέρυ και θέλω να μάθεις το “Ησουν παιδί σαν τον Χριστό” και το “Αερικό” από τη Μυθολογία και το ανδρικό μέρος από τα Λιανοτράγουδα».
Ηταν Σεπτέμβρης του 1973. Εφυγα σαν τρελός. Μεσολάβησαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη. Συμμετείχα. Είχα περιπέτειες. Η μπουάτ δεν έγινε ποτέ. Και εκεί δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να πάω να χτυπήσω την πόρτα του Μάνου. Είκοσι χρόνια μετά κάνουμε ένα πρόγραμμα με τον Γιώργο τον Μονεμβασίτη στο Μέγαρο Μουσικής με τα «Τραγούδια της Νύχτας». Και στείλαμε μια επιστολή για να μας δώσει την άδεια για τέσσερα τραγούδια που θέλαμε να βάλουμε. Δεν απαντούσε. Τον βρήκε μεσημέρι, ο Γιώργος τον ήξερε, μιλάμε για τον Δεκέμβρη του 1993. Και λέει: «Δεν μου ήλθε καμία επιστολή». Και μόλις ακούει το όνομά μου λέει «ενδιαφέρουσα φωνή». «Αλλά του προτείνω το “Αερικό” και το “Ησουν Παιδί σαν το Χριστό”». Και μου κόβονται τότε τα πόδια.
Πάμε στον Θάνο Μικρούτσικο…
Τότε μένω στην Πλατεία Αττικής και είχε εκεί ένα φωτογραφείο που σύχναζα πολύ. Δεν είχα κάνει ακόμη παρέες. Πολλή μοναξιά. Κι έρχεται ένας γνωστός μου με τον Ανδρέα τον Μικρούτσικο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας αυτός ο φίλος μάς καλεί σπίτι του και μπαίνω και βλέπω τη Μαρία Δημητριάδη. Μου κόβονται τα γόνατα. Είναι Αύγουστος του 1974. Εκλαιγα εγώ με τα τραγούδια της. Με το «Τρένο φεύγει στις 8». Μου είχε κοπεί η λαλιά. Παίρνω την κιθάρα και λέω το «Γωνιά γωνιά». Μου λέει ο Ανδρέας «θα έλθεις αύριο στην οδό Καυκάσου και θα γνωρίσεις τον αδελφό μου». Πάω την άλλη μέρα και κάνουν πρόβα για μια μπουάτ. Είναι ο Θάνος, ο Βασίλης ο Ρακόπουλος, ο Αχιλλέας ο Περσίδης, ο Ηλίας Κολοβός, ο Παναγιώτης ο Στέφος, ο Θόδωρος ο Δημήτριεφ, η Αφροδίτη Μάνου και η Δημητριάδη. Μου δίνουν κιθάρα. Οταν τέλειωσα, προτού αντιδράσουν ακούγονται από τα απέναντι μπαλκόνια χειροκροτήματα. Κάθεται στο περβάζι ο Θάνος. «Γαμώτο, έχω κλείσει το πρόγραμμα. Θα είσαι όμως και συ μαζί μας». Και μπαίνω σε αυτή την παρέα από τότε. Ερχεται η πρεμιέρα. Επαιζα και μπουζούκι. Στα υπόψιν παίζω μπουζούκι στο «Αν η μισή μου καρδιά». Λέει Κώστας Χατζής ο δίσκος, που είναι το πραγματικό μου όνομα.
Εχει σημασία να θυμηθείτε το κλίμα στο τραγούδι εκείνη την εποχή. Πώς είναι ο Θάνος μέσα σε αυτό;
Ο Θάνος τότε έχει κάνει δύο δισκάκια. Ενα με τη Μαρίζα Κωχ κι ένα με τη Βάσω Μεσσηνέζη. Σε ποιήματα του Καρυωτάκη. Το 1975 κάνει τα «Πολιτικά Τραγούδια».
Το κλίμα;
Ολοι τότε μιμούνται τον Μίκη. Βέβαια υπήρχε τότε ή λίγο πριν ή λίγο μετά ο Μούτσης με την «Τετραλογία» ή ο Μαρκόπουλος. Ο Θάνος ήλθε στην ελληνική μουσική με τον δικό του ήχο από τον πρώτο δίσκο και με πρωτοπόρες ενορχηστρώσεις. Και με μια φωνή, της Δημητριάδη, που είναι μπροστά από όλους τότε. Ωριμότητα και ερμηνευτική δεινότητα.
Στοχάζεται πάνω στο φαινόμενο της μουσικής ο Θάνος; Μιλάτε τότε για αυτά;
Βέβαια, τότε ακόμη δεν έχει γίνει πατέρας μου ή αδελφός μου.
Το καινούργιο που φέρνει;
Φέρνει μια νέα ανάγνωση πάνω στο πολιτικό τραγούδι. Είναι μεγάλη η διαφορά του ήχου του. Φέρνει τρομπόνια, κλαρινέτα, φαγκότα, φλάουτα. Ενα σέσιον από πνευστά. Και κεντάει με το πιάνο και όλα αυτά επαναλαμβάνω με τη Δημητριάδη. Με πήρε η Μαρία στις συναυλίες της τότε. Ξεσήκωσα όλη την τεχνική της. Με επηρέασε πολύ. Και είμαι ευτυχής γιατί ορισμένα έργα που ζήλεψα τα είπα κι εγώ σε δίσκο.
Η παρέα έχει τότε και μια πολιτική αναζήτηση;
Ναι. Ο Θάνος τότε ήταν προσκείμενος στο ΕΚΚΕ. Εγώ απ’ το 1975 εντάχθηκα στην ΚΝΕ. Αυτό κράτησε περίπου μέχρι το ’81.
Να φωτίσουμε δύο έργα – πέραν ίσως του αμιγώς πολιτικού εκείνου κλίματος – που έχετε πρωταγωνιστικό ρόλο. «Καβάφης» και «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Προηγήθηκε ο «Καβάφης». Μόλις απολύθηκα απ’ το στρατό το ’78, από την Καβύλη Εβρου, μετά από καλοκαιρινή συναυλία ήμασταν στο Μεσολόγγι, μου λέει ο Θάνος πως θα ετοιμαστούμε για να κάνουμε παράσταση στις Βρυξέλλες στο θέατρο του Ανρί Ρονς. Πάμε και ο Γιώργος ο Μεράντζας – κάναμε τους πλανόδιους μουσικούς στους ρόλους. Γνωριζόμαστε με τον Ρονς, πληθωρικός, ισχυρή προσωπικότητα. Ξεκινήσαμε εκεί, σε ένα θέατρο ζεστό και τραγουδήσαμε. Μόλις γυρίσαμε στην Αθήνα γράψαμε στο στούντιο. Στην παράσταση εγώ έπαιζα και μαντολίνο. Το ’82 όλα αυτά.
Πώς κάνει κάτι τόσο τολμηρό;
Μα ο Θάνος πριν είχε κάνει πολύ θέατρο και είχε σχέση και με άλλους ποιητές.
Βέβαια, π.χ. το «Φουέντε Οβεχούνα».
Ναι, ή οι «Τρωαδίτισσες». Μια συγκλονιστική μουσική. Εγραφε πολύ. Και συνεργαζόταν και στο Θέατρο της Ανοιξης με τον Γιάννη Μαργαρίτη. Τότε που γράψαμε τον «Καβάφη». Το 1985, τρία περίπου χρόνια μετά τον «Κ. Καβάφη», μου τηλεφωνά από ένα μέρος στη Νορμανδία που γράφανε με τον Ρονς. Γυρίζω μου λέει και ξεκινάμε να μελετάμε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Επί έναν μήνα το ωράριό μας ήταν 10 – 12 το πρωί στα Βριλήσσια, κάναμε πρόβα νότα-νότα. Ολη αυτή η περίοδος ήταν το μεγάλο μου πτυχίο. Η σπουδή μου δίπλα στον Θάνο. Μου έμαθε να μπαίνω μέσα στο ποίημα, όχι στο πρώτο επίπεδο. Αυτή η ανάγνωση με έμαθε να ξεκολλάω τις νότες από την παρτιτούρα και να τους δίνω ψυχή. Κάθε φορά μου έβαζε κι ένα σκαλοπάτι πιο δύσκολα πράγματα. Μετρούσε τις δυνάμεις μου. Δεν χωρίσαμε ούτε δευτερόλεπτο. Μέντορας, φίλος, δάσκαλος και κάποιες φορές και με πατρικές συμβουλές.
Νιώθετε ορφανός;
Είμαι γεμάτος και ορφανός. Οταν τραγουδάω κοιτώ δεξιά να τον δω στο πιάνο. Σε απογείωνε. Ηταν σόουμαν. Ηταν ο πιο γενναιόδωρος.
Πάμε στον Μίκη.
Αλλος δάσκαλός μου! Τρεις δίσκοι που ήταν για μένα σαν μάθημα στο σπίτι ήταν το «Χαμόγελο της Τζοκόντα», οι «15 Εσπερινοί» και το «Αξιον Εστί». Ημουν 10-11 ετών και θα ερχόταν για συναυλία ο Μίκης στη Θεσσαλονίκη με τον Μπιθικώτση και τη Φαραντούρη στο Παλλάς απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Παρακάλεσα τους τεχνικούς να με βάλουν μέσα. Κρατούσα το περιοδικό «Μουσική» με εξώφυλλο τον Ελβις και σαλόνι την παρτιτούρα του «Στρώσε το στρώμα σου». Εβλεπα τον αετό να ανοίγει τις φτερούγες του, τον Μίκη να διευθύνει. Και τον Γρηγόρη και τη Μαρία τους έβλεπα στα τέσσερα μέτρα. Με το παιδικό μου μυαλό έκανα τη σκέψη να με διευθύνει ο Μίκης. Και περνάνε τα χρόνια και το 1995 στη Μελβούρνη καλούμαι να ερμηνεύσω την «Κατάσταση Πολιορκίας» σε διεύθυνση του Μίκη. Επειδή δεν κάναμε πέρασμα του μοιράστηκα το άγχος μου. «Θα με κοιτάς στα μάτια και δεν θα φοβάσαι τίποτε» μου είπε. «Θέλω να σας φιλήσω και έχω τον λόγο μου» του εξομολογήθηκα στο τέλος. Ενα παιδικό όνειρο που πραγματώθηκε. Η εμπειρία ήταν που είχα και παραγγελίες. Με έστελνε να πω τα «Λυρικά» π.χ. Επειδή είχα και έχω τεράστιο αρχείο, μου ζητούσε και σπάνια πράγματα.
Πώς γνωριστήκατε;
Με τον Μίκη γνωρίστηκα ως εξής: Ημουν καλεσμένος στο ανατολικό Βερολίνο για ένα φεστιβάλ και για μια συναυλία στο θέατρο του Μπρεχτ. Παρουσίαζα ένα πολύ άγνωστο έργο του Μίκη σε ποίηση του Σινόπουλου, τον «Επιζώντα». Το είχε κάνει ενορχήστρωση ο Θάνος. Και γνωριστήκαμε στο στούντιο. Το 2008, μια φορά στο σπίτι του τον ρωτούσα για το Χοροθέατρο της Ραλλούς Μάνου και για ένα έργο που είχαν κάνει με τον Περγιάλη, το «Ορφέας και Ευρυδίκη». «Είχαμε κάνει ρεφενέ με τον Μάνο και τη Ραλλού να πληρώσουμε τους μουσικούς». «Κυκλοφόρησε όμως»; τον ρωτώ. Μου λέει «άνοιξε αυτό το συρτάρι» και είχε μια κασέτα. Το ψηφιοποίησα και όταν του το πήγα δάκρυσε.
Πάμε και στο τελευταίο σκέλος που αφορά εσάς. Πόσα χρόνια κάνετε ραδιόφωνο;
Του χρόνου σαράντα. Στην ΕΡΑ 4 ξεκίνησα. Στο 4ο ο Θέμης Μουμουλίδης έκανε μια εκπομπή που λεγόταν «Ταξιδεύοντας με μελοποιημένους ποιητές» και εκεί έκανα τη μουσική επιμέλεια. Παρένθεση: μεγάλωσα με το ραδιόφωνο. Ακουγα φανατικά τον αγαπημένο μου Γιώργο Παπαστεφάνου, τον Κογκαλίδη στη Θεσσαλονίκη και στα ζάπινγκ έπιανα από Γιουγκοσλαβία όπερα ή κλασική μουσική και με μάγευε. Θυμάμαι τη μαγεία του, που έφτιαχνα εικόνες. Ετσι το να βρεθώ πίσω από το μικρόφωνο ήλθε φυσιολογικά. Μετά το 4ο είχε ανοίξει ο Top FM του Λαμπράκη. Και μετά ο 902. Εκεί κάναμε μια εκπομπή με τον Οδυσσέα Ιωάννου, μια εγώ και μια εκείνος. «Τραγούδια για τα μάτια σου». Σήμα είχε όλο το σολιστικό μέρος με το μαντολίνο στο φινάλε του «Επέστρεφε» του Θάνου. Με μια μικρή παραλλαγή μετά έγινε το σήμα του Μελωδία. Μετά από ενάμιση χρόνο στο Κύτταρο ο Αλαφούζος μου πρότεινε να πάω στον ΣΚΑΪ. Και ταυτόχρονα Μελωδία μέχρι το 2010. Ο Σιδερής ο Πρίντεζης με ενημέρωσε για προκήρυξη που είχε γίνει για παραγωγούς στην ΕΡΑ. Ευτυχώς έκανα και πιλότο. Και είναι 370 άτομα. Οι 200 τόσοι δεν είχαν στείλει πιλότο. Και μένουν 40 που είναι ένας και ένας, και πήραν 14. Και εμένα μέσα. Εκανα δύο ώρες κάθε μέρα στο Β’ Πρόγραμμα, από μία ώρα στο Κόσμος και ταυτόχρονα στη Φωνή της Ελλάδας. Ολα αυτά μέχρι το «μαύρο» της ΕΡΤ. Και λίγο μετά ξεκίνησα στο Κόκκινο. Τεσσεράμισι χρόνια και επέστρεψα στην ΕΡΤ. Με τις Πλανόδιες Μουσικές.
Κουράζεστε;
Πάω πάντα με την ίδια αγωνία.
Σήμερα έχει ρόλο το ραδιόφωνο;
Οσο υπάρχει το playlist, το ραδιόφωνο τρώει κάθε μέρα μια μαχαιριά. όσο υπάρχει η δημόσια ραδιοφωνία ή νησίδες παραγωγών όπως ο Αλέξης ο Βάκης στο Κόκκινο, οκ. Δεν υπάρχει ράδιο χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα. Εχει μαγεία. Αν δώσω σε δέκα ανθρώπους δέκα ίδια τραγούδια και τους πω κάντε εκπομπή, θα βγουν δέκα εκπομπές.
Τι σας συγκίνησε;
Μου έστειλε αρχή του ’90 επιστολή ο Παπαστεφάνου. Δάκρυσα. Το πιο περίεργο ήταν από χειρουργείο μέσα στο Ιπποκράτειο. Και από φυλακή.