Εβρεχε. Παρ’ όλα αυτά ο χώρος έβριθε από κελαηδίσματα και κρωξίματα των πουλιών που είχαν καταφύγει στις φυλλωσιές. Βούτηξα και για άλλη μια φορά άρχισα να επιθεωρώ τα θεμέλια του νησιού, ξεκινώντας από τα τόξα αντιστήριξης που τα διαμόρφωναν ντελικάτα κοράλλια Dendrogyra cylindricus και συνεχίζοντας βαθύτερα έλεγξα την τοιχοποιία μεταξύ των τόξων που δομείτο από πτυχωτά Eusmilia fastigiata. Εκπνοή κατά την άνοδο, ανάδυση, οξυγόνωση, κατάδυση. Βυθίζομαι ξανά και στα μέσα της βουτιάς συναντώ σμήνη πουλιών που μεταναστεύοντας εποχές και ανθρώπους ξαποσταίνουν στα εν εκτάσει χέρια μου. Πότε κυνηγώντας τις ριπές του ανέμου και άλλοτε τον μαγνητικό Βορρά, με στροβιλίζουν. Πολύχρωμα και θορυβώδη, χρυσά του εξαγνιστικού θειαφιού, βαθυγάλαζα ως εκεί που δύει, κόκκινα βαμμένα στους χυμούς μιας θυσίας ως εκεί που ανατέλλει. Και εκεί κάτω, εκεί στο βάθος, οι μεγάπτερες τραγουδώντας αναζητούν ταίρι. Εκπνοή και άνοδος, ακλουθώντας τη φωτεινή δέσμη που καταλήγει στο λιβάδι με τα στάχυα που ταλαντεύονται σαν ανάποδα εκκρεμή. Ανάδυση. Και ένα και δύο και τρία και τέσσερα και παύση· και χρόνος και στιγμή και αιωνιότητα. Υπάρχει. Περπατώ ενώ η ζέστη είναι ανυπόφορη, μια και ο ήλιος που βγήκε μετά τη βροχή εξάτμιζε το νοτισμένο χώμα. Διασχίζω αυτό το θερμό κατευναστικό μυροβόλο κίτρινο απολαμβάνοντας τα αρώματα της πέτρας των ξερολιθιών, παρατηρώντας τα σμαραγδένια σιλιβούτια που ξετρύπωναν, ενώ πού και πού με προσπερνούσαν σμάρια από πορτοκαλί λιβελούλες. Πολλές φορές, θυμάμαι, τις παρατηρούσα νωρίς τα πρωινά απολαμβάνοντας τις πτητικές τους ικανότητες· διάφανες, να απο-υλικοποιούνται από το φως του ανατέλλοντος ήλιου, καθώς πετούσαν πάνω από τα λαμπερά βλαστάρια τρυγώντας πρωινή δροσιά, κυνηγώντας λεπιδόπτερα. Τις ακολουθώ ανηφορίζοντας, έχοντας κοινό προορισμό την αμυγδαλιά, που αν και κατακαλόκαιρο είναι ανθισμένη· αλλά και το πηγάδι με το μαρμάρινο χείλος με τις εξήντα βαθιές εγκοπές παρόμοιες με δόντια, που τις έχει σμιλέψει το ανέβα-κατέβα του σκοινιού στα τόσα χρόνια χρήσης του. Εσυρα τη τυρκουάζ λαμαρίνα που το σκέπαζε και κοίταξα να δω νερό. Είδα εμένα αλλά και πολλούς άλλους, που φαντάζομαι ότι ήταν αυτοί που είχαν ρίξει για να ανεβάσουν δροσερό νερό πριν από μένα, έχοντας ο καθένας τους βαθύνει λίγο ακόμα το χάραγμα στο μάρμαρο. Το λέω αυτό γιατί είμαι απόλυτα σίγουρος ότι εκτός από εμένα, τα σιλιβούτια και τις λιβελούλες δεν υπήρχε κάποιος τριγύρω. Συνέχισα πορευόμενος προς τον αυχένα που σχηματίζουν οι δυο λόφοι – ο Βόρειος και ο Νότιος – και άνοιξα το βήμα μου για να προφτάσω τη μέρα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ