Στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις (πλην εκείνων του 2012), περίπου 40 μέρες πριν από τις κάλπες, ο νικητής ήταν συνήθως ευδιάκριτος. Οι εκλογές της 21ης Μαΐου όμως έχουν δύο ιδιαιτερότητες: πρώτον, θα γίνουν με το σύστημα απλής αναλογικής, κάτι που σημαίνει ότι το κόμμα που θα έρθει πρώτο σε ψήφους δεν σχηματίζει απαραίτητα κυβέρνηση και, δεύτερον, θα γίνουν στη σκιά του τρομερού δυστυχήματος των Τεμπών.
Και αν μέχρι τα Τέμπη, η ΝΔ διατηρούσε μια ασφαλή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι πιθανότητες να πάρει ένα υψηλό ποσοστό που θα της εξασφάλιζε, υπό μία έννοια, την αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες ήταν υπέρ της, τα πράγματα έχουν γίνει πλέον αρκετά πιο σύνθετα. Ο δικομματισμός – και κυρίως η ΝΔ – δέχθηκε σε πρώτη φάση ένα ισχυρό δημοσκοπικό πλήγμα, ενώ το ΠΑΣΟΚ συνέχισε την πλαγιοκαθοδική πορεία που ακολουθεί τους τελευταίους μήνες. Oι μετρήσεις που θα δουν το φως της δημοσιότητας ως το Πάσχα, θα μας επιβεβαιώσουν ή όχι την τάση της περιόδου.
Ποια είναι όμως τα βασικά αγκάθια στον δρόμο των τριών βασικών παικτών προς την τελική ευθεία;
Η ΝΔ προσπαθεί να μαζέψει τις απώλειες που είχε ως συνέπεια του σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στην ικανότητα διακυβέρνησης, ανατράπηκαν οι όποιοι σχεδιασμοί της και είναι στη διαδικασία εκπόνησης νέου αφηγήματος με στόχο να καταγράψει ένα υψηλό ποσοστό την 21η Μαΐου. Θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει το έργο της, να συγκριθεί με την αντιπολίτευση, να πείσει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική και, ως εκ τούτου, να ζητήσει αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες. Το τελευταίο είναι προβληματικό γιατί αποδυναμώνει το διακύβευμα των πρώτων εκλογών σε μια περίοδο που η επιλογή αυτοδύναμων κυβερνήσεων δεν συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του το τελευταίο διάστημα, στην πιο δύσκολη, ομολογουμένως, συγκυρία για την κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας δεν μπόρεσε να δείξει σημεία ανάκαμψης κυρίως γιατί ο τρόπος που πολιτεύονταν θύμιζε ένα θυμωμένο παιδί, πολύ πιο θυμωμένο από την υπόλοιπη κοινωνία. Και αν λίγο πριν από τα Τέμπη ξεκίνησε μια προσπάθεια να εμφανίσει ένα πιο μετριοπαθές και θελκτικό πρόσωπο, προς το παρόν δείχνει να επιλέγει τελικά την «εύκολη» για αυτόν συνταγή της όξυνσης και της σκληρής κριτικής προς τη ΝΔ, χωρίς όμως να θέτει στην κρίση των πολιτών ένα ρεαλιστικό και πειστικό πρόγραμμα για το μέλλον της χώρας.
Το ΠΑΣΟΚ, εσχάτως, ξαναμπήκε στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης για πρώτη φορά μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του. Θεωρείται η «πολύφερνη νύφη», την οποία οι «μνηστήρες» από τη μία τη φλερτάρουν και από την άλλη τη λοιδορούν. Εχει την ευκαιρία να παίξει ρόλο ρυθμιστή, προς το παρόν όμως δεν φαίνεται ικανό να την αξιοποιήσει γιατί το μήνυμα που εκπέμπει δεν ηχεί καθαρό στα αφτιά των ψηφοφόρων και κυρίως επειδή δεν θέτει την ατζέντα πάνω στην οποία θα συζητήσει πιθανές συνεργασίες, μένοντας κυρίως στο ποια πρόσωπα δεν θέλει στο κάδρο της επόμενης μέρας.
Προφανώς, και τα τρία κόμματα έχουν και όπλα στη φαρέτρα τους. Οπλα που θα αξιοποιήσουν στην πορεία προς τις εκλογές. Δυστυχώς, όμως, από την πολιτική συζήτηση φαίνεται να απουσιάζουν όλα εκείνα που θα έκαναν τους ψηφοφόρους να πάνε με θέρμη και ενθουσιασμό στις κάλπες για να επιλέξουν το κόμμα της αρεσκείας τους. Η αρνητική ψήφος και το «μη χείρον βέλτιστο» φαίνεται ότι θα είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε ένα κλίμα τοξικό, ένα κλίμα που περισσότερο διώχνει παρά έλκει τους πολίτες, οι οποίοι πλέον δεν χαρακτηρίζονται από ισχυρές κομματικές ταυτίσεις.