Δύο μεγάλες δημόσιες υποθέσεις «έκλεισαν» μέσα στη φετινή Μεγάλη Βδομάδα – η καθεμία με τον τρόπο της, αλλά αμφότερες τραυματικά για τη δημοκρατία μας: το λεγόμενο «κόμμα Κασιδιάρη» και η δημοσιοποίηση της αιτιολογίας του δικαστηρίου για την «καταδίκη Παππά». Θεσμικά μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν οι κρίσεις του «υπουργοδικείου» σχετικά με τον ρόλο του πρώην Υπουργού στην υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών. Οχι μόνο δεν καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία για το ορθό της ομόφωνης κρίσης των δικαστών – 13-0 υπέρ της καταδίκης – αλλά και, πέρα από την προσωπική ποινική ευθύνη, θεμελιώνεται με τρόπο παραπάνω από πειστικό η σκανδαλώδης δημοκρατική παρέκβαση: ο πρώην Υπουργός, είπε με βάση το αποδεικτικό υλικό το δικαστήριο, υλοποιούσε κυβερνητικό σχέδιο, με «εξακολουθηματικές ενέργειες» (που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο λάθους), σε άμεση συνεργασία με τον τότε Πρωθυπουργό, και με σκοπό τον προσπορισμό ιδιοτελούς κομματικού οφέλους, συνιστάμενου στην απόκτηση μέσων μαζικής ενημέρωσης, στον άμεσο έλεγχό τους και στην προώθηση των πολιτικών θέσεων της τότε κυβέρνησης. Εντυπωσιακές και πρωτόγνωρες είναι οι αποφάνσεις για «αίσθηση υπεροψίας» από την οποία, προφανώς λόγω της άνωθεν στήριξης και της αίσθησης πολιτικής αποστολής, διακατεχόταν ο πρώην υπουργός, για έλλειψη οποιασδήποτε μετάνοιας, ακόμα και μετά την αποτυχία και αποκάλυψη του σχεδίου, καθώς και για χρησιμοποίηση «προκλητικών» μεθοδεύσεων, όπως η έκδοση εγγυητικής επιστολής προς επιχειρηματία που δεν είχε την ανάλογη οικονομική επιφάνεια και η σύναψη «εικονικής» σύμβασης του ίδιου επιχειρηματία με ξένη, και άσχετη, εταιρεία. Σε καμία από τις άλλες τέσσερις υποθέσεις που έφτασαν στο Ειδικό Δικαστήριο κατά τη μεταπολίτευση – «υπόθεση καλαμποκιού», «υπόθεση Κοσκωτά, «υπόθεση Παπακωνσταντίνου», ακόμα και «υπόθεση Παπαγελλόπουλου» – δεν υπήρξε τέτοιος συνδυασμός ομόφωνης κρίσης και απόδειξης σκευωρίας.  Κι όμως ο καταδικασθείς για όλα αυτά, όχι απλώς «κατεβαίνει» κανονικότατα ως υποψήφιος βουλευτής, αλλά και στρέφεται ανοικτά, σχεδόν απειλεί, τους δικαστές που τον δίκασαν, καθώς και όσους πειστήκαμε από την αιτιολογία – κόλαφο.

Για το «κόμμα Κασιδιάρη» έχουν ειπωθεί πάρα πολλά – και από τον γράφοντα – τις τελευταίες ημέρες, ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσουμε πολλά ακόμα. Θα ήθελα να σταθώ σε δύο μόνο σημεία. Το πρώτο έχει σχέση με το άγονο, κατά τη γνώμη μου -τουλάχιστον μετά την ψήφιση της αρχικής νομοθετικής διάταξης- ενός πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου που εστίασε στο εντελώς έλασσον -την υπαρκτή ατέλεια μιας εγγενώς οριακής ρύθμισης- και «παρέβλεψε» το απολύτως μείζον – την ανάγκη θεσμικού αναχώματος σε μια «επάνοδο», με όποιο μανδύα, προσώπων και κομμάτων καταδικασμένων για εγκληματική δράση. Το δεύτερο προβληματικό στοιχείο απορρέει από την αποχή ή την εναντίωση όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην του πάντα υπερασπιστικού της δημοκρατίας ΠΑΣΟΚ, στη ρύθμιση – φράγμα, με εντελώς σαθρή, κατά τη γνώμη μου, δικαιολόγηση. Η ρύθμιση -πόσο μάλλον η αντικατάσταση μέρους του Α’ Τμήματος από την πλήρη σύνθεσή του- δεν είναι «αντισυνταγματική» (σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να παραλειφθεί η κρίση του Αρείου Πάγου, ούτε να τεθεί ως κριτήριο η «ναζιστική» ή άλλη ιδεολογία) ή «χορηγική προς τον Κασιδιάρη» (ΣΥΡΙΖΑ). Ούτε «παράθυρο για άλλους (αυθαίρετους) αποκλεισμούς στο μέλλον» δίνει (ΚΚΕ) -ακριβώς γιατί μόνο κριτήριο είναι η εγκληματική δράση-, ούτε βέβαια «περιορίζει τη δημοκρατία» (Ελληνική Λύση, ΜέΡΑ25), αφού, αντιθέτως, σκοπό έχει να την υπερασπιστεί.

Ας βοηθήσει το «κλείσιμο» των δύο υποθέσεων, αλλά και το Πάσχα στην ελληνική άνοιξη, σε μια, έστω πρόσκαιρη, καταλλαγή.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος