Αλλαξε, λέει, η ζωή. Εμ δεν άλλαξε από μόνη της. Δεν είπε, εκεί που καθότανε αμέριμνη, «μωρ’ δεν αλλάζω να δω και κάπως αλλιώς τα πράγματα», βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας. Μαζί την αλλάξαμε. Αφού αλλάξαμε κι εμείς. Θα έμενε η ζωή πίσω να κρατάει τις παραδόσεις, να ασπρίζει κάθε Μεγάλη Εβδομάδα τις αυλές, να νηστεύει το λάδι, να βάφει Μεγάλη Πέμπτη τ’ αβγά κόκκινα και να ξεροσταλιάζει με τις ώρες μέχρι να τελειώσουνε και τα Δώδεκα Ευαγγέλια; Να μαζεύει από το μποστάνι το ανύπαρκτο βιολέτες και ζουμπούλια να στολίσει τον Επιτάφιο; Ασε που μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή δουλεύει ο χριστιανός. Θα πάει με την ταχινόσουπα στο γραφείο. Το πολύ πολύ να πάρει ένα βίγκαν σάντουιτς από τον ΜακΝτόναλντ κι έξω από την πόρτα. Κι έχει και τις βαλίτσες να ετοιμάσει για την εξόρμηση στο χωριό, να φορτώσει τη σούβλα στο αμάξι, πιο απαίσιο θέαμα από το παλουκωμένο αρνί στη σούβλα δεν έχω, μικρός δε μου θύμιζε και τον Αθανάσιο Διάκο, μην κολαστώ μέρες που είναι. Οχι, εμείς στο νησί δεν σουβλίζαμε. Στέλναμε το αρνί με το ταψί στον φούρνο (πιο κομψό) και τα πασχαλινά κουλουράκια με τη λαμαρίνα. Τα αβγά, δε, τα έβαφε η μητέρα μου, μάλιστα έκοβε και τα πέταλα από τα λουλούδια στον κήπο και με ένα τουλουπάνι τα έδενε στα αβγά, μετά τα γυάλιζε με ένα βαμβάκι ποτισμένο στο λάδι κι ήτανε σαν ανθισμένα στη στρογγυλή και γυάλινη πιατέλα. Τώρα μια δωδεκάδα από το σουπερμάρκετ κι όλα μια χαρά. Μια φορά, δεν θυμάμαι ποιος μου το είπε, αν τ’ αφήσεις το αβγό σε ένα σκοτεινό ντουλάπι για καμιά δεκαριά χρόνια, θα γίνει ο κρόκος κεχριμπάρι. Το πιστεύεις – δεν το πιστεύεις, εγώ το έκανα. Το καταχώνιασα εκεί σ’ ένα συρτάρι, αρκούντως ανήλιαγο, και μετά από χρόνια το έσπασα. Ποιο κεχριμπάρι; Ενα μαύρο, πιο σκληρό κι από πέτρα, ένα πράγμα δυσοίωνο, κατευθείαν στα σκουπίδια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ