Μετά και την ψήφιση από τη Βουλή της συμπληρωματικής ρύθμισης για το λεγόμενο «κόμμα Κασιδιάρη», αναδεικνύονται τέσσερα βασικά ερωτήματα:
Πώς λειτουργεί ο αποκλεισμός κόμματων από τις βουλευτικές εκλογές κατά το άρθρο 102 του ν. 5019;
Ο νομοθέτης του άρθρου 102 του ν. 5019 θέσπισε «κώλυμα εκλογιμότητας» για τα κόμματα των οποίων τα ηγετικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων και των πραγματικών αλλά μη εμφανιζόμενων προς τα έξω ηγετών τους, έχουν καταδικαστεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα εγκλήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δευτέρου Βιβλίου του ΠΚ. Επιπλέον, επεξέτεινε το κώλυμα για τα κόμματα στους συνδυασμούς των οποίων περιλαμβάνονται υποψήφιοι που έχουν καταδικαστεί σε οποιονδήποτε βαθμό για συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση (άρθρα 187 και 187Α ΠΚ) ή για εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 ΠΚ). Στην περίπτωση αυτήν, το κώλυμα δεν ενεργοποιείται αυτομάτως, αλλά μόνο εάν από την παρουσία των συγκεκριμένων υποψηφίων συνάγεται η αντίθεση του κόμματος προς το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ., ιδίως η επιδοκιμασία ή η ανοχή του σε αντιδημοκρατικές μεθόδους πολιτικής δράσης. Η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 102 του ν. 5019 ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 τμήμα του Αρείου Πάγου υπό την πλήρη σύνθεσή του.
Σε τι διαφέρει ο αποκλεισμός κόμματος από τις εκλογές από την απαγόρευση κόμματος (Parteiverbot);
Ο αποκλεισμός ενός κόμματος από τις εκλογές είναι ένα πιο ήπιο μέσο άμυνας της δημοκρατίας εν συγκρίσει με την απαγόρευση κόμματος (Parteiverbot), δηλαδή την κήρυξή του «εκτός νόμου» ύστερα από δικαστική απόφαση Συνταγματικού ή Ανώτατου Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται συγχρόνως η διάλυσή του, όπως προβλέπεται στη Γερμανία από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 21) και στην Ισπανία από την κοινή νομοθεσία (Ley Organica 6/2002), η οποία θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του Ισπανικού Συντάγματος, ολόιδιου σχεδόν με το δικό μας άρθρο 29 παρ.1 Συντ. Ο αποκλεισμός από τις εκλογές δεν οδηγεί στη νομική εξαφάνιση του κόμματος αλλά μόνο στη στέρηση του δικαιώματος εκλογικής συμμετοχής του. Εξάλλου, η τυχόν ακύρωση των συνδυασμών του από το αρμόδιο εκλογικό όργανο δεν ισχύει άπαξ διά παντός αλλά μόνο για τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, ενώ, κατά το άρθρο 102 του ν. 5019, η ρύθμιση αυτή ισχύει, προς το παρόν τουλάχιστον, μόνο για τις βουλευτικές εκλογές.
Μήπως το άρθρο 102 του ν. 5019 παραβιάζει το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα;
Το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. δεν κατοχυρώνει μόνο το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα αλλά θεσπίζει και το «συνταγματικό μοντέλο» του κόμματος που είχε στον νου του ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975. Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ., το κόμμα του Συντάγματος είναι το κόμμα του οποίου «η οργάνωση και η δράση οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η διατύπωση αυτή δεν έχει περιγραφικό αλλά επιτακτικό χαρακτήρα. Για να το πούμε με τα λόγια του Ισίδωρου Ντογιάκου στην πρότασή του για την παραπομπή σε δίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής «για να έχει αξίωση σεβασμού ένα πολιτικό κόμμα είναι ανάγκη να εξυπηρετεί με την οργάνωση και τη δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Είναι αυτονόητο, γιατί αλλιώς το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. θα ήταν άνευ νομικής σημασίας, ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να εξειδικεύσει τη συνταγματική αυτή επιταγή και να ορίσει κυρώσεις για την παραβίασή της. Ανεξάρτητα από το εάν οι κυρώσεις αυτές μπορούν να φτάσουν μέχρι την απαγόρευση κόμματος – κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό στην Ελλάδα για ιστορικούς και ψυχολογικούς κυρίως λόγους – το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. δεν εμποδίζει τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει ορισμένους περιορισμούς στο δικαίωμα εκλογικής συμμετοχής των πολιτικών κομμάτων, που θα διασφαλίζουν την ελάχιστη καταλληλότητά τους να ασκούν δημόσιες λειτουργίες στο εσωτερικό της συνταγματικής οργάνωσης του Κράτους. Αυτό ακριβώς κάνει το άρθρο 102 του ν. 5019.
Tο άρθρο 102 του ν. 5019 παραβιάζει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι των ελλήνων πολιτών;
Το κώλυμα εκλογιμότητας που θεσπίζει το άρθρο 102 του ν. 5019 ισχύει μόνο για το κόμμα, όχι για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η υποψηφιότητα ή ο πραγματικά ηγετικός ρόλος τους δημιουργεί το κώλυμα για το κόμμα, διότι τα πρόσωπα αυτά αν δεν έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα, μπορούν να λάβουν μέρος στις εκλογές, ως μεμονωμένα άτομα, χωρίς τη μεσολάβηση κομμάτων. Η κατ’ αντανάκλαση περιοριστική επίπτωση του άρθρου 102 του ν. 5019 στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι των πρωτοδίκως καταδικασθέντων υποψηφίων δεν είναι απόλυτη, και από την άποψη αυτήν δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 51 παρ. 3 Συντ., το οποίο προϋποθέτει για τη στέρηση του δικαιώματος αυτού αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα.
Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης, ΕΑΠ