Σε κατ’ οίκον κράτηση στις Βρυξέλλες βρίσκεται από το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής η Εύα Καϊλή, που αποφυλακίστηκε από τις φυλακές του Χάρεν όπου βρισκόταν υπό κράτηση για τέσσερις μήνες, μετά τη σύλληψή της στις 9 Δεκεμβρίου του 2022 για την εμπλοκή της στο Qatargate. Οπως επιβεβαίωσαν και οι συνήγοροί της, η Καϊλή βρίσκεται στο διαμέρισμα όπου ζούσε και πριν απ’ την προφυλάκισή της με την κόρη της, ενώ ο σύντροφος και συγκατηγορούμενός της Φραντσέσκο Τζόρτζι, που αποφυλακίστηκε στα τέλη Φεβρουαρίου, βρίσκεται κι αυτός σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική παρακολούθηση, αλλά σε διαφορετική κατοικία, κάτι που επιθυμούσε και η ίδια.
Η ευρωβουλευτής, ως γνωστόν, αντιμετωπίζει τις ποινικές κατηγορίες της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και της διαφθοράς και σύμφωνα με δικαστικές πηγές αναμένεται να βρίσκεται σε προληπτική κράτηση ως τη διεξαγωγή της δίκης της. Ο έλληνας συνήγορός της, Μιχάλης Δημητρακόπουλος, υποστήριξε ωστόσο ότι σύντομα θα καταθέσει αίτημα άρσης της κατ’ οίκον πρακτικής και των περιοριστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού βραχιολιού παρακολούθησης, με το επιχείρημα ότι δεν είναι ύποπτη φυγής ή τέλεσης νέων αδικημάτων. Ο Δημητρακόπουλος ανακοίνωσε επίσης ότι θα επιδιώξει να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εν τω μεταξύ, πάντως, η ίδια και η νομική ομάδα της θα εργάζονται για την τεκμηρίωση της υπερασπιστικής γραμμής της, με τον συνήγορό της να υποστηρίζει πως διαθέτουν ήδη πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητά της και ότι «δεν έχει πάρει ούτε ένα ευρώ αξιοποιώντας και εκμεταλλευόμενη την πολιτική της ιδιότητα».
«Δεν θα υποκύψω»
Μετά την απόφαση του προδικαστικού Συμβουλίου που την έστειλε σπίτι της, η Εύα Καϊλή έσπασε τη σιωπή της μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής». Επιμένοντας στην αθωότητά της, αναφέρθηκε στην επιθυμία της να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα εφόσον αποδείξει ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στο σκάνδαλο χρηματισμού. «Δεν θα υποκύψω. Αν αποτύχω να πείσω τη βελγική Δικαιοσύνη ότι είμαι αθώα, δεν θα επιστρέψω ποτέ στην πατρίδα μου, θα ντρέπομαι να κοιτάξω στα μάτια τους ανθρώπους που έχω συμπορευθεί από μαθήτρια του Λυκείου μαζί τους» τόνισε, υποστηρίζοντας πως οι μόνοι που την πίστεψαν στην αρχή ήταν η οικογένειά της και ο έλληνας συνήγορός της, ενώ όλοι οι υπόλοιποι τη συμβούλευαν να συνεργαστεί με τις αρχές και να ομολογήσει.
Χαρακτηριστικά είπε πως μετά την απαγγελία των κατηγοριών «ήλθε η απόλυτη απομόνωση και απόρριψη από τους πάντες, τους συναδέλφους μου στην Ευρωβουλή, τον πολιτικό κόσμο στην πατρίδα μου, τους φίλους, τους γνωστούς. Ηταν σαν να μην υπήρξα. Βρέθηκα στη φυλακή, μακριά από την κόρη μου, με μόνη συντροφιά την ελπίδα ότι αυτό που ζω είναι ψευδαίσθηση. Παραμιλούσα, φώναζα “είμαι αθώα”, αλλά οι τοίχοι και τα κάγκελα δεν ακούν».
Υποστήριξε επίσης πως στη φυλακή σκέφτηκε την αυτοκτονία αλλά ότι η σκέψη της κόρης της την απέτρεψε. «Είναι αλήθεια, μπορώ να το πω, πέρασαν στιγμές που σκέφτηκα να τελειώσω μόνη μου το μαρτύριο της εκκωφαντικής μοναξιάς» είπε, «δείλιασα, δεν το έκανα, η σκέψη της κορούλας μου δεν με άφηνε, με στήριζε, μου έδωσε νόημα να σηκωθώ, να πολεμήσω για να αποδείξω ότι είμαι αθώα, για να μην ντρέπεται η κόρη μου για εμένα, αυτός ο σκοπός με κρατάει ζωντανή, με βοηθάει να είμαι στα σύγκαλά μου».