Η ελληνική δικτατορία της περιόδου 1967-74 εξελίχθηκε μέσα στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου και όσον αφορά το ιδεολογικό της υπόβαθρο δεν υπήρξε αμιγώς φασιστική, αλλά περισσότερο αντικομμουνιστική και φιλοαμερικανική, στα πρότυπα των λατινοαμερικανικών δικτατοριών της δεκαετίας του ’70. Είχε στον πυρήνα της τη στρατοκρατική οργάνωση της κοινωνικής δομής, αλλά δεν αμφισβήτησε ούτε την οικονομική οικοδόμηση του δυτικού κόσμου ούτε το καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης.
Υπήρξε γραφικά εθνικιστική και φολκλορική, όχι όμως ξενοφοβική με τη σημερινή έννοια του όρου, καθώς η επαφή τής τότε ελληνικής κοινωνίας με μεταναστευτικά ρεύματα υποδοχής ήταν κάτι παντελώς άγνωστο. Για την ακρίβεια, η μετανάστευση της δεκαετίας του ’60 και του ’70 είχε αντίστροφη κατεύθυνση και αφορούσε τους έλληνες γηγενείς που μετοικούσαν προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε αναζήτηση καλύτερης οικονομικής τύχης.
Η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια αποτελούσε μια κλειστή χώρα, της οποίας οι αρχές και οι παραδόσεις απειλούνταν, σύμφωνα με τους συνταγματάρχες της χούντας, από τον κομμουνιστικό κίνδυνο και όχι από άλλες πολιτιστικές, φυλετικές και θρησκευτικές διαφοροποιήσεις. Η σύγκρουση των πολιτισμών στη σύγχρονη εκδοχή της άλλωστε εμφανίστηκε ως θεωρητική προσέγγιση μόλις την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον τρόπο λειτουργίας της Χρυσής Αυγής, θα βρούμε περισσότερες ομοιότητες με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, παρά με αυτό της 21ης Απριλίου. Φασίζουσα ιδεολογική προσέγγιση, στρατιωτική πειθαρχία, φανφαρονισμός, παρεμβατική οικονομική προσέγγιση με έμφαση στον κορπορατισμό και την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας ως βασικού μοχλού ανάπτυξης και πάνω απ’ όλα τυφλή υπακοή στην αυθεντία της ηγεσίας. Η χούντα των συνταγματαρχών υπήρξε ελληνοχριστιανική και απομονωμένη, σε αντίθεση με τη σύγχρονη Ακροδεξιά που ασπάζεται ένα πανευρωπαϊκό δόγμα περί προστασίας των γηγενών πληθυσμών, είναι διεθνώς συνδεδεμένη και ομνύει στην ανωτερότητα της φυλής.
Η άνοδος της εξτρεμιστικής Δεξιάς στην Ελλάδα υπήρξε κομμάτι της αντίστοιχης ανόδου σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, Πολωνία, Ιταλία, Ουγγαρία, Αυστρία, ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είχαμε την άνοδο του τραμπισμού στις ΗΠΑ και του ακροδεξιού Μπολσονάρο στη Βραζιλία, η απομάκρυνση των οποίων από την εξουσία είχε ως αποτέλεσμα βίαιες εισβολές συνωμοσιολόγων οπαδών τους στο Καπιτώλιο και το Κογκρέσο.
Επιπλέον η δικτατορία δεν απέκτησε σε καμία φάση της γνήσια λαϊκά ερείσματα. Υπήρξαν βέβαια υποστηρικτές του καθεστώτος και τα μεταπολιτευτικά σταγονίδια, το αποτέλεσμα ωστόσο της προσπάθειάς τους να αποκτήσουν συγκροτημένα πολιτικά χαρακτηριστικά υπήρξε ισχνό και ατελέσφορο. Στον αντίποδα η σύγχρονη Ακροδεξιά από το 2012 και παρά την καταδικαστική απόφαση που έθεσε στο περιθώριο τη Χρυσή Αυγή συνεχίζει και σήμερα, όπως καταγράφουν όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, να διατηρεί έναν συμπαγή πυρήνα ψηφοφόρων, για την έκταση του οποίου δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι.
Εκεί που συγκλίνουν η απριλιανή δικτατορία με τη σημερινή εξτρεμιστική Δεξιά, είναι στη γενεσιουργό τους αιτία, που έπεισε τμήματα του πληθυσμού να τις υποστηρίξουν ή έστω να τις ανεχθούν: απογοήτευση από το πολιτικό κατεστημένο και αδυναμία των δημοκρατικών δυνάμεων να εγγυηθούν την οικονομική και πολιτική σταθερότητα του τόπου.
Ο επαρχιώτικος και μισαλλόδοξος αντικομμουνισμός της ελληνικής Δεξιάς και του φαιδρού βασιλικού περιβάλλοντος της δεκαετίας του ’60 ματαίωσε τις προσδοκίες του ελληνικού λαού για κοινωνική και οικονομική αναγέννηση που είχε δημιουργήσει η νίκη των κεντρώων προοδευτικών δυνάμεων.
Η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση χρέους του 2010 γέννησε τον ακροδεξιό λαϊκισμό που γιγαντώθηκε στις συνθήκες πόλωσης και ακραίας αντιπολιτικής ρητορικής μίσους στην αντιμνημονιακή περίοδο.
Με τη σημερινή ματιά η απριλιανή δικτατορία θα φάνταζε κωμικοτραγική αν δεν υπήρχε η συνεχιζόμενη εθνική κυπριακή τραγωδία, οι βασανισμοί και οι δολοφονίες των αντιφρονούντων.
Η σημερινή Ακροδεξιά μοιάζει πολύ πιο επικίνδυνη και απειλητική για την κοινωνική συνοχή. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η ελληνική δημοκρατία είναι πλέον περισσότερο στέρεη, ολοκληρωμένη και αποφασιστική.
*Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών της GPO