Ηρθε στον ύπνο μου με κουτρουβαλιαστή τρεχάλα, ξαναμμένος όπως πάντα και βιαστικός να ξαναφύγει. Είχε πολλά να κάνει· να τρέξει, να σκαρφαλώσει, να χωθεί κάπου και να ψάξει, ν’ ανακαλύψει. Να περιμαζέψει, να σώσει, να το δείξει μετά σε όλους. Να το μοιραστεί. Είχε, όπως πάντα, τις τσέπες του γεμάτες θησαυρούς: καρφιά, βώλους, βότσαλα, σπάγκους, εκείνο το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει από τον πολυέλαιο της εκκλησίας και έκανε τόσο ωραία χρώματα όταν το έβαζες στον ήλιο. Είχε θραύσματα από αρχαία πήλινα, είχε πίνακες και εικόνες, υφαντά και κεντήματα και παιχνίδια, ιστορικά κειμήλια και κοσμήματα απ’ όλο τον κόσμο. Είχε τα παλιά και είχε τα καινούργια: ο χρόνος είναι γι’ αυτόν ένα ακορντεόν που ανασαίνει και ξεφυσά τις μελωδίες του, όλες με ηχώ βαθιά, ατέλειωτη. Ολόκληρο πλούτο είχαν και πάλι οι τσέπες του Αντώνη Τρελαντώνη Λωλαντώνη, και ήρθε στο όνειρό μου μαζί με ένα πλήθος ολόκληρο να τον ακολουθεί από πίσω, σκιές ασαφείς κι απροσδιόριστες αλλά και γνώριμες – ίσως τ’ αδέλφια και τα ξαδέλφια του, ίσως ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς με τις κανάτες του. Ισως και τα εγγόνια και δισέγγονά του, ίσως κι αυτωνών τα εγγόνια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ