Εβλεπα στον ύπνο μου ότι γελούσα. Αυτό το όνειρο πάντα τέλειωνε με γέλια. Ξυπνούσα κι ακόμη γελούσα. Ενα πλάσμα διάχυτο – φευγαλέα έπαιρνε κι ανθρώπινη μορφή, αλλά ποτέ την ίδια – ντυμένο στα μαύρα, δεν μπόρεσα ποτέ να δω το πρόσωπό του, σε καμία επανάληψη του ονείρου, οδηγούσε μια μαύρη λουστραρισμένη άμαξα με τέσσερα άλογα: ένα λευκό, ένα κόκκινο, ένα μαύρο και ένα χλομό.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ