Η υπέρταση έχει χαρακτηριστεί «ύπουλος εχθρός» αλλά και σύγχρονη μάστιγα. Εντούτοις αποτελεί και έναν από τους ισχυρότερους τροποποιήσιμους παράγοντες για την πρόληψη σοβαρών καταστάσεων, όπως είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα. Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής Καρδιολογίας στην Γ’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική του νοσοκομείου «Η Σωτηρία» και πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Γεράσιμος Σιάσος, στο κείμενο που ακολουθεί αναλύει όσα οφείλουμε να γνωρίζουμε σχετικά με την υπέρταση μέσα από έξι κρίσιμα ερωτήματα.

1           Τι είναι η αρτηριακή πίεση;

Με τον όρο αυτό εννοούμε την αυξημένη πίεση του αίματος στο αρτηριακό δίκτυο. Ως ιδανικές τιμές αρτηριακής πίεσης τα τελευταία χρόνια θεωρούνται τιμές αρτηριακής πίεσης κάτω από 120 mmHg για τη «μεγάλη» ή συστολική και κάτω από 80 mmHg για τη «μικρή» ή διαστολική. Ως υπέρταση θεωρείται η ανεύρεση κατά την ηρεμία (μέτρηση αρτηριακής πίεσης σε συνθήκες ιατρείου) αρτηριακής πίεσης πάνω από 140/90.

2           Τι προκαλεί την αρτηριακή υπέρταση;

Η αρτηριακή πίεση, ιδιαίτερα η συστολική, αυξάνει με την ηλικία. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων (95%) δεν υπάρχει κάποια ειδική νοσολογική κατάσταση και αποδίδεται σε ιδιοπαθή αίτια όπως παχυσαρκία, αυξημένη κατανάλωση άλατος, καθιστική ζωή, ιδιοσυγκρασιακά και κληρονομικά αίτια. Σε λίγες περιπτώσεις (5%) μπορεί να υπάρχει στένωση των νεφρικών αρτηριών, νοσήματα των επινεφρίδιων ή άλλων ενδοκρινών αδένων.

3           Γιατί η αρτηριακή υπέρταση είναι «εχθρός»;

Η αυξημένη αρτηριακή πίεση θεωρείται από τους σημαντικότερους παράγοντες πρόωρου θανάτου, με 10 εκατομμύρια θανάτους να αποδίδονται το 2015 σε αυτή. Σχετίζεται επίσης ισχυρά με καρδιαγγειακά νοσήματα όπως  εγκεφαλικό επεισόδιο, στεφανιαία νόσο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, περιφερική αρτηριακή νόσο, νεφροπάθεια.

4           Γιατί χαρακτηρίζεται «ύπουλος εχθρός»;

Η υπέρταση στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προκαλεί συμπτώματα. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα με υπέρταση μπορεί να νιώθουν υγιή και ο μόνος τρόπος να γίνει αντιληπτή η υπέρταση είναι με μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης. Ο πληθυσμός των υπερτασικών ατόμων έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους το 1975 ήταν 594 εκατομμύρια και το 2015 1.13 δισεκατομμύρια. Εκτιμάται ότι το 30-40% των ενηλίκων πάσχει από υπέρταση. Η ρύθμιση της υπέρτασης είναι πλημμελής. Σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται ότι μόνο το 67% των υπερτασικών γνωρίζουν την ύπαρξη υπέρτασης, θεραπεία λαμβάνει το 56% και ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης στα επιθυμητά επίπεδα στόχους επιτυγχάνεται στο 28%. Διαφορετικά ένας στους 4 άνδρες και μία στις 5 γυναίκες πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση.

Στην Ελλάδα ο επιπολασμός της υπέρτασης υπολογίζεται σε 40%, οι μισοί περίπου είναι αδιάγνωστοι και από τους διαγνωσμένους υπερτασικούς οι μισοί περίπου είχαν επαρκή ρύθμιση της αρτηριακή πίεσης. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υπερτασικών δεν λαμβάνουν αγωγή ή δεν λαμβάνουν επαρκή αγωγή.

5           Μπορώ να μειώσω τους κινδύνους της αρτηριακής υπέρτασης;

Αν μειώσουμε τις τιμές της αρτηριακής πίεσης ο αυξημένος κίνδυνος για καρδιαγγειακά επεισόδια μειώνεται. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ανάλογα με την περίπτωση με υγιεινό-διαιτητικές παρεμβάσεις:

n

μείωση κατανάλωσης άλατος < 5 γραμμάρια ημερησίως

n

διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά

n

αποφυγή κορεσμένων λιπαρών οξέων

n

αποφυγή καπνίσματος, αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλης

n

αύξηση της φυσικής δραστηριότητας

n

και απώλεια σωματικού βάρους.

Στις περισσότερες περιπτώσεις θα χρειαστεί συνδυασμός αντι-υπερτασικών φαρμάκων και υγιεινό-διαιτητικών παρεμβάσεων σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.

6           Πώς γίνεται η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης;

Με πιστοποιημένο ηλεκτρονικό πιεσόμετρο που τοποθετείται στον βραχίονα με κατάλληλη περιχειρίδα ανάλογα με την περίμετρο του βραχίονα. Ο εξεταζόμενος πρέπει να είναι ήρεμος και καθιστός για 5 λεπτά με το άνω άκρο χαλαρό να υποστηρίζεται από ένα τραπέζι και τον βραχίονα στο ύψος της καρδιάς με τη μέτρηση να επαναλαμβάνεται ανά λεπτό τρεις φορές και λαμβάνουμε υπόψη τον μέσο όρο των μετρήσεων. Πριν απ’ τη μέτρηση για μισή με μία ώρα πρέπει να έχει αποφευχθεί έντονη άσκηση και καταπόνηση όπως και κατανάλωση μεγάλων γευμάτων, αλκοόλης και καφέ.