Κακοποιήσεις ανηλίκων, βιασμοί, σεξουαλικές επιθέσεις, γυναικοκτονίες: ο τρόπος με τον οποίον παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης δίνει την εντύπωση ότι η βία, ιδιαίτερα η βία εναντίον των γυναικών, έχει αυξηθεί. Ομως, αν και οι άνδρες διαπράττουν περισσότερα εγκλήματα από τις γυναίκες -η σύγκριση είναι συντριπτική-, το γενικό επίπεδο της βίας μειώθηκε στον 20ό αιώνα και, παρά τις μικρές διακυμάνσεις, συνεχίζει να μειώνεται. Μαζί του έχει μειωθεί η ανοχή των δυτικών κοινωνιών έναντι του βίαιου μισογυνισμού, ενώ ταυτοχρόνως έχει αυξηθεί η δημοσιότητα της εν λόγω εγκληματικότητας. Σε μερικές χώρες όπου δεν υπάρχει πρόσφατο ιστορικό πατριαρχίας μεσογειακού – θρησκευτικού τύπου, έχουν ενταθεί και οι νομικές συνέπειες των εγκλημάτων εναντίον των γυναικών.
Έχουμε να διανύσουμε μακρύ δρόμο από τη νομοθεσία στην καθημερινή πράξη· στους άνδρες επιτρέπονται ακόμα πολλές απαράδεκτες μορφές συμπεριφοράς – όχι μόνο εναντίον των γυναικών, αλλά και εναντίον του ίδιου τους του εαυτού. Παραλλήλως, εμφανίζεται κάποια νοσηρότητα: πριν από λίγες εβδομάδες διάβασα ότι στη Νάντη, στον Κάτω Λίγηρα, όπου πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα παρενόχλησης και επιθέσεων στον δημόσιο χώρο, «συνιστάται στις γυναίκες να αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν τη νύχτα και να μη φοράνε τακούνια ώστε να μπορούν να τρέξουν αν τις πάρουν στο κατόπι». Μαθαίνω μάλιστα ότι Καθολικές καλόγριες εγκαταλείπουν τρομαγμένες την Νάντη χωρίς η τοπική διοίκηση να αναλάβει την προστασία τους. Μπροστά σε τέτοια φαινόμενα μια βουλευτίνα του γαλλικού συνασπισμού Nupes δήλωσε με βαθύ αναστεναγμό ότι «ένας στους τρεις άνδρες είναι αρπακτικό». Η αναλογία μού φαίνεται εύλογη· όμως, πώς διαμορφώνονται αυτά τα κτήνη; Και είναι άραγε λύση να επιστρέφουμε στο σπίτι προτού νυχτώσει, φορώντας αθλητικά παπούτσια κατάλληλα για τρέξιμο;
Το πρώτο φαινόμενο που παρατηρώ με κάποιο σκεπτικισμό είναι ότι η κριτική στην «ανδροκρατία» -θα προτιμούσα τους όρους «ανδρική επιθετικότητα και ανωριμότητα»- ασκείται στο πλαίσιο κοινωνιών που έχουν θεσπίσει ισονομία των φύλων· δηλαδή, όπου, θεωρητικά, αλλά και σε νομικό επίπεδο, οι γυναίκες είναι ελεύθερες να μην ανέχονται τη σωματική και την ψυχική βία. Αντιθέτως, η κριτική για τις θεοκρατικές και αντιδημοκρατικές κοινωνίες παραμένει ισχνή: αν μας άκουγε ένας εξωγήινος θα αποκόμιζε την εντύπωση ότι στον ευρω-ατλαντικό κόσμο οι γυναίκες καταπιέζονται περισσότερο από αλλού και ότι οι άνδρες είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό αρπακτικά. Αυτή η ανισοβαρής κριτική, που καταδεικνύει την έλλειψη πίστης στη φιλελεύθερη δημοκρατία, υποσκάπτει τον πολιτισμό μας.
Ο λεγόμενος νεο-φεμινισμός δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη ότι τα κινήματα για την ισότητα χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα κι ότι έχουν επιτύχει μια εξελισσόμενη τάξη πραγμάτων. Ένα μέρος των νεο-φεμινιστριών παρουσιάζουν μια εικόνα της δυναμικής των σχέσεων παγωμένη στον χρόνο: δεν αναγνωρίζουν τίποτα από όσα έχουν προηγηθεί· πασχίζουν να σώσουν τις γυναίκες από τον σκοτεινό Μεσαίωνα. Κι αντί να ενισχύονται οι γυναίκες ως δρώντα άτομα -τα οποία, για παράδειγμα, ως μάνες, δεν θα ανατρέφουν «κτήνη» και, σε άλλους κοινωνικούς ρόλους δεν θα τα ανέχονται- καλλιεργούνται φοβίες έναντι των βάναυσων αρσενικών. Αν πάρουμε στα σοβαρά την είδηση ότι οι άνδρες μάς κυνηγούν στους δρόμους -μπου!- μας περιμένει ο εγκλεισμός στο σπίτι· η επιστροφή στον γυναικωνίτη. Ο οποίος άλλωστε δεν είναι λιγότερο επικίνδυνος από τον δημόσιο χώρο εφόσον η οικογένεια θεωρείται πεδίο γυναικείων ταπεινώσεων με ένοχο τον πατέρα και τα αρσενικά αδέρφια. Πράγματι, αυτό συμβαίνει σε πολλές πατριαρχικές κουλτούρες, αλλά όχι όπου ανθίζει ο νεο-φεμινισμός. Εξάλλου, στις πρωτόγονες πατριαρχικές κουλτούρες, οι γυναίκες είναι συχνά συνένοχες: στα εγκλήματα τιμής, ηθικοί αυτουργοί είναι συχνότατα οι μάνες· ο μισογυνισμός των γυναικών είναι άξιος της φήμης του.
Με λίγα λόγια, ολόκληρο το ιδεολογικό οικοδόμημα είναι λανθασμένο: ένα μέρος των φεμινιστριών του τέταρτου κύματος εκλαμβάνει τις γυναίκες ως μια λίγο-πολύ ομοιογενή κοινότητα που πρέπει να αγωνιστεί για τα δικαιώματά της, τα οποία, παρά την ισονομία, υποτίθεται ότι παραμένουν λειψά ή απρόσιτα. Η ισότητα θεωρείται αποκλειστικά «εξωτερικό» ζήτημα νόμων, κανονισμών και απαγορεύσεων· όχι ζήτημα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας, ατομικής στάσης των επιλογών. Η σύγχυση επιδεινώνεται από τη θεωρία του κοινωνικού φύλου που ενθαρρύνει την κατάργηση των φύλων: λες και η «ισότητα» θα επιτευχθεί μέσω της ισοπέδωσής τους, μέσω εξουδετέρωσης και εξομοίωσης. Έτσι, ο σύγχρονος φεμινισμός γίνεται όλο και πιο αντιδραστικός: εκτός του ότι βασίζεται στην πικρία που προκαλεί το αίσθημα μειονεξίας και η ψυχολογία βρώσιμου θηράματος, προβάλλει τη διαπερατότητα των φύλων μαζί με μια διεστραμμένη αντίληψη για τη θηλυκότητα -π.χ. παρουσιάζοντας τις γυναίκες ενάρετες και ανήμπορες, σύμφωνα με το χριστιανικό πρότυπο της Παναγίας- και φτάνοντας σε προτροπές σεμνοτυφίας και μισανδρισμού. Αλλά αν και η σεμνοτυφία είναι, εν πολλοίς, καινούργιο στοιχείο του φεμινισμού, ο μισανδρισμός δεν είναι: όχι μόνο δεν έλειπε από το φεμινιστικό κίνημα των προηγούμενων κυμάτων αλλά φαινόταν αναπόφευκτος. Το παράδοξο ήταν ότι οι μαχητικές φεμινίστριες, ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1970, μιμούνταν τους άνδρες περιπίπτοντας στο χειρότερο δυνατό πολιτικό και φιλοσοφικό σφάλμα. Αν ένα φύλο πρέπει να «μιμηθεί» ένα άλλο φύλο, αυτό είναι οι άνδρες.
Η πουριτανική ιδεοληψία και η κατάταξη των γυναικών σε μια χρονίως πάσχουσα ανθρωπολογική κατηγορία αφαιρούν από τις νεότερες γυναίκες τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση που τους είναι απαραίτητη για να υπερασπίζονται τα σωματικά και ψυχικά τους όρια. Από την πλευρά τους, οι γονείς επιστρέφουν στον σκοταδισμό του βαθέος 20ού αιώνα: «Οι άνδρες θέλουν μόνο ένα πράγμα», «Προσέχετε μη σας ρίξουν “κάτι” στο ποτό και σας βιάσουν»: σοφίες νοικοκυρών σε απόγνωση.
Τούτων λεχθέντων, υπάρχει ανάγκη να εφαρμοστούν αυστηροί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, η νοσηρότητα των κοινωνιών και των οικογενειών, που εμποδίζει την ανάπτυξη των ατόμων, δεν συνοψίζεται στον κακοποιητή άνδρα: έγκειται στην πολλαπλή δυναμική των σχέσεων στην οποία διαιωνίζονται αρσενικά και θηλυκά πρότυπα δυστυχίας. Τέλος, το ότι ο κόσμος βρίθει από ανάγωγους και ηλίθιους δεν τον καθιστά «πατριαρχικό», τον καθιστά κατοικημένο από ανάγωγους και ηλίθιους.