Εχει φορτώσει τις αγκινάρες στο Ντάτσουν. Πάει στην αγορά. Αλλά κάνει και μια στάση στο καφενείο, τον φωνάζουν οι κολλητοί για έναν καφέ. Είλωτας, είναι τσακισμένος, αξύριστος και αδύνατος, λυμφατικός – λες και έχει βγει από ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού. Κάθεται όμως ανάμεσα σε δύο φίλους του, γεροντότερους και ασφαλώς περισσότερο κοτσονάτους. Ο ένας, ο εκ δεξιών του, είναι πραγματικός καφενόβιος της εποχής μας. Συνταξιοδοτημένος πρόωρα μου κάνει ή εισοδηματίας – ίσως και τα δυο. Χονδρούλης, με περιποιημένο γένι και πραγματικό ενδιαφέρον για τον είλωτα που έχει λιώσει στη δουλειά, τον ρωτάει σαν τουρίστας: «Πας στην αγορά να τα πουλήσεις;». Δεν ξέρει καν ότι οι αγκινάρες είναι θηλυκό, μιλάει για κάτι ουδέτερο. Στην αγορά πάει, πού να το πάει ένα φορτίο αγκινάρες; «Κι αν δεν σ’ τα πάρουν;». Ο είλωτας ξέρει τι θα βρει. Μπορεί να μη βρει την τιμή που θέλει, θα τα διαπραγματευτεί μισοτιμής, κι αν ούτε έτσι θα τα δώσει όσο όσο μπας και ρεφάρει. Αναφέρεται πια κι αυτός σε κάτι ουδέτερο, ξεχνάει ότι παράγει και πουλάει αγκινάρες (Μόνο αγκινάρες, όμως, που είναι εποχικό προϊόν; Οποιοσδήποτε με στοιχειώδη θητεία στα αγροτικά ξέρει ότι τα χωράφια που παράγουν αγκινάρες ταυτόχρονα παράγουν και άλλα λαχανικά).
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ