Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «αδελφάκι» του «Succession» στην οικογένεια του ΗΒΟ. Αλλωστε, αμφότερες οι σειρές έκαναν πρεμιέρα το 2018. Ωστόσο, η δική του επιτυχία δεν είναι τόσο κραυγαλέα, αλλά χτίστηκε σεζόν με τη σεζόν, χάρη στο πρωτότυπο σενάριο, τις έξυπνες αναφορές και τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών και επιβεβαιώθηκε με τις νίκες του στα βραβεία Emmy. Οσο κι αν ο τίτλος «Barry» δεν μαρτυρεί πολλά πράγματα για το περιεχόμενό της, αυτό το ενδιαφέρον μείγμα κωμωδίας με δράμα βασίζεται στην ανατρεπτική ιστορία του Μπάρι, ενός βετεράνου του πολέμου του Αφγανιστάν από το Κλίβελαντ, που μετά την απόσυρσή του από τους πεζοναύτες έγινε πληρωμένος δολοφόνος. Κουβαλώντας τη μοναξιά του πάνω στο όπλο του, δυσαρεστημένος με τη ζωή που έφτιαξε, βρίσκεται μπροστά σ’ έναν νέο κόσμο όταν ταξιδεύει στο Λος Αντζελες για να σκοτώσει έναν ανερχόμενο ηθοποιό. Τον ακολουθεί στα μαθήματα υποκριτικής, αλλά πριν πατήσει τη σκανδάλη η μαγεία του θεάτρου βρίσκει μια χαραμάδα και τρυπώνει μέσα του, αλλάζοντάς του προσανατολισμό. Ακροβατώντας ανάμεσα στον κόσμο της μαφίας με τους τσετσένους συμμορίτες και τους αστυνομικούς και της σκηνής με τους σκηνοθέτες και τους ονειροπόλους καλλιτέχνες, ο Μπάρι παλεύει να ξεχάσει το σκοτεινό παρελθόν του για να βρει ένα νέο παρόν κάτω από τους προβολείς του θεάτρου. Το αν θα τα καταφέρει τελικά θα φανεί στον τέταρτο και τελευταίο κύκλο της σειράς, ο οποίος έρχεται από τις 10 Μαΐου στη Nova, όπου έχουν φιλοξενηθεί και οι προηγούμενες σεζόν με υψηλές πτήσεις στους πίνακες της τηλεθέασης.

Μπιλ Χέιντερ (Μπάρι Μπέρκμαν)

Τον κεντρικό πρωταγωνιστή υποδύεται ο Μπιλ Χέιντερ, ο οποίος παρέα με τον Αλεκ Μπεργκ δημιούργησαν τη σειρά. Το κείμενό του χαρακτηρίζεται από πολλές αναφορές που κλείνουν το μάτι στο σήμερα και σκορπίζουν τη χρυσόσκονη του χιούμορ στους ήρωές του. «Τα σουρεαλιστικά στοιχεία της σειράς είναι ένας τρόπος να μπω λίγο στα κεφάλια των χαρακτήρων. Τα περισσότερα, σύμφωνα με την εμπειρία μου, τείνουν να προέρχονται από εμάς, δομώντας κάτι πολύ σφιχτά. Οπως σε εκείνο το επεισόδιο του Ρόνι Λίλι που ο Μπάρι πρέπει να πάει να σκοτώσει αυτόν τον τύπο και ξέρουμε ότι θα πάει στραβά. Αλλά πώς να πάει στραβά; Και μετά, ειλικρινά, απλά βαριέσαι κι αρχίζεις να βρίσκεις περίεργα πράγματα για να διασκεδάσεις. Σκέφτεσαι κάτι που φαίνεται αστείο και το δείχνεις σε όλους τους άλλους. Συνήθως θα τους αρέσουν μερικά στοιχεία του αλλά όχι άλλα μέρη του. Ετσι εξυπηρετούνται κι άλλα πράγματα, οπότε είναι ένας περίεργος συνδυασμός δομής» αναφέρει ο Μπιλ Χέιντερ μιλώντας στα «Πρόσωπα» με αφορμή την πρεμιέρα των νέων επεισοδίων.

Σουρεαλιστικό στοιχείο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από κάποιον και η ίδια η ενασχόληση ενός δολοφόνου με το θέατρο, αλλά εκεί κρύβεται παράλληλα και η θεραπευτική δύναμη που έχει η τέχνη για όλες τις κατατρεγμένες ψυχές. «Ο Μπάρι νομίζω ότι ξεκίνησε να βρει στο θέατρο λύτρωση αλλά τώρα έχει πάει σε άλλα πράγματα για να θεραπεύσει τη ζωή του. Δεν νομίζω ότι σκέφτεται τόσο βαθιά, κάτι που είναι περίεργο για τον κάνεις πρωταγωνιστή μιας σειράς. Εγώ όμως προσωπικά έτσι νιώθω για την τέχνη, ότι γιατρεύει πληγές είτε όταν παρακολουθείς κάτι είτε όταν ακούς κάτι είτε όταν πηγαίνεις σε μια γκαλερί και μετά δημιουργείς πράγματα» τονίζει ο πρωταγωνιστής και σεναριογράφος.

Χένρι Γουίνκλερ (Τζιν Κασινό)

Σύμφωνα με το σενάριο, τον δρόμο προς το θέατρο αναλαμβάνει να του δείξει ένας μάλλον προβληματικός δάσκαλος υποκριτικής, ο Τζιν Κασινό, τον οποίο υποδύεται ο Χένρι Γουίνκλερ. Ο έμπειρος ηθοποιός, κόντρα στις επιταγές του ρόλου του, δηλώνει ότι ακόμα παραμένει μαθητής και όχι δάσκαλος της τέχνης. «Η δουλειά μου είναι να μαθαίνω. Η δουλειά μου ως ηθοποιού είναι να καταλάβω σε ένα σενάριο τι κάνουν οι διάφοροι χαρακτήρες. Να πηγαίνω εκεί που είναι τρομακτικά, εκεί που μπορεί να ντρέπομαι. Ενα από τα πράγματα που έμαθα ως ηθοποιός στην τάξη ήταν γίνομαι κλόουν, να πέφτω κάτω, να σηκώνομαι, να ξεσκονίζομαι και να συνεχίζω. Μέσα από αυτήν την πτώση και το σήκωμα βρίσκεις την τέλεια σύνδεση με τον χαρακτήρα σου. Αλλά μετά, όλα ξεκινούν από το σενάριο. Αν ο σεναριογράφος δεν το έχει με τα λόγια, επιβεβαιώνεται μια παλιά έκφραση που λέει “αν δεν είναι στη σελίδα, δεν είναι στη σκηνή”» ισχυρίζεται ο ίδιος. Ακόμα κι έτσι πάντως, για την ερμηνεία του στη σειρά βραβεύτηκε με Emmy δεύτερου ανδρικού ρόλου, το πρώτο στην καριέρα του. «Λένε όλοι ότι είναι απλώς τιμή μου να είμαι υποψήφιος με αυτούς τους υπέροχους ηθοποιούς, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να κερδίσεις. Εμένα εδώ και χρόνια δεν φωνάζουν το όνομά μου. Ξέρω ότι θα μου πουν οι άλλοι “κύριε Ρίνκλερ, είναι η 1000ή υποψηφιότητά σας για Emmy, η πρώτη σας όμως νίκη”. Ακόμα κι έτσι, το χάρηκα πάρα πολύ. Οπως και το να είμαι μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, να παίζω αυτόν τον τύπο, να μην ξέρω πού θα πάει από σεζόν σε σεζόν αφού ο τόνος αλλάζει» υπογραμμίζει ο Χένρι Γουίνκλερ.

Στίβεν Ρουτ (Μονρό Φιουκς)

Κόντρα στην εμπειρία της σκηνής, έρχεται εκείνη του υποκόσμου με κύριο εκφραστή της τον Μονρό Φιουκς, έναν οικογενειακό φίλο της οικογένειας του Μπάρι, ο οποίος τον μετέτρεψε σε πληρωμένο εκτελεστή. Ο συγκεκριμένος ήρωας, άλλωστε, είναι τόσο χειριστικός και μπορεί να κάνει έναν άνδρα σε μια νύχτα φονική μηχανή, αξιοποιώντας τα σκοτάδια που κρύβουν όλοι μέσα τους. «Νομίζω ότι υπάρχει κάτι σκοτεινό σε όλους. Ως ηθοποιός πρέπει να το τραβήξεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις και το κάναμε στις τελευταίες δύο σεζόν πάρα πολύ. Στις πρώτες δύο σεζόν, ο ήρωάς μου ήταν περισσότερο ένας κωμικός ανακουφιστικός χαρακτήρας. Αλλά καθώς η σειρά μεγάλωνε, τόσο μεγάλωναν οι προθέσεις των σεναριογράφων και του Μπιλ, κι έγινε πολύ πιο δραματικός. Και αυτό νομίζω ότι είναι εντάξει, επειδή ο κεντρικός χαρακτήρας είναι τόσο “χαλασμένος” που θα έπρεπε να πάει έτσι. Ολοι έχουν αυτή τη σκοτεινή πλευρά και ελπίζω ότι δεν χρειάζεται να τη βγάλετε πολύ στην πραγματική ζωή» λέει από την πλευρά του ο Στίβεν Ρουτ που υποδύθηκε τον συγκεκριμένο ρόλο.

Αντονι Κόριγκαν (Νόχο Χανκ)

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και ο Αντονι Κάριγκαν, ο οποίος υποδύεται τον Νόχο Χανκ, μέλος της τσετσενικής μαφίας, την οποία αργότερα αναλαμβάνει να διοικήσει παρόλο που ο ίδιος δεν διαθέτει βίαια ένστικτα και παλεύει να τα βρει. «Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι θετικό σε κάθε κακό. Εννοώ ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Κάθε άνθρωπος έχει αδυναμίες, ως ηθοποιός είναι σημαντικό να προσδιορίζεις αυτό το πάθος του χαρακτήρα σου. Αυτό είναι το ενδιαφέρον. Εκεί κρύβεται όλη η ουσία του ρόλου για έναν ηθοποιό, στο να κοιτάξει την άλλη πλευρά του. Μια από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες ως ηθοποιού είναι όταν μου δίνεται κάτι να κοιτάζω το αντίθετο. Αν μου δοθεί ένας χαρακτήρας που είναι πραγματικά σκληρός, κοιτάζω πού είναι ευάλωτος, πού είναι μαλακός, πού φοβάται. Και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα για μένα γιατί δεν υπάρχει σκιά χωρίς φως. Ολοι οι κακοί μάλλον θα ήθελαν να κοιμόντουσαν με ένα λούτρινο ζωάκι το βράδυ γιατί, όπως ξέρετε, τελικά όλοι έχουν συναισθήματα» επιβεβαιώνει ο ίδιος.

Σάρα Γκόλντμπεργκ (Σάλι Ριντ)

Το ενδιαφέρον του Μπάρι στη σειρά ελκύει η Σάλι Ριντ, μια ανερχόμενη ηθοποιός που κουβαλάει κι εκείνη τα δικά της τραύματα, έχοντας περάσει από μια άκρως κακοποιητική ερωτική σχέση. «Με τη Σάλι μπορώ να σχετιστώ με πολλούς τρόπους αλλά και διαφορετικούς, αφού εγώ είχα μια πολύ διαφορετική πορεία ως ηθοποιός. Μετακόμισα στο Λονδίνο και πήγα σε σχολή θεάτρου και ξεκίνησα την καριέρα μου σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον. Μετά ήρθε ο κινηματογραφικός και τηλεοπτικός κόσμος του Λος Αντζελες, που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο αδίστακτος. Σίγουρα καταλαβαίνω τη Σάλι με την έννοια του να έχω ένα όνειρο και να θέλω να το εξερευνήσω, αλλά να έχω ένα συγκεκριμένο είδος μυωπίας γύρω από άλλα πράγματα, επειδή αυτό το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό και κάπως σαν να επισκίαζε τα πάντα. Θα μπορούσα να ταυτιστώ με αυτό, ειδικά όταν ήμουν νέα ηθοποιός και ξεκινούσα την καριέρα μου. Ηθελα απλώς να το κάνω τόσο πολύ και ήμουν πολύ παθιασμένη όπως ακριβώς και η Σάλι. Μετά ήρθαν οι προκλήσεις της απόρριψης, αφού είναι περίπου το 90% της δουλειάς και κανείς δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για αυτό. Πρέπει να μάθεις ότι το “όχι” δεν είναι προσωπικό και να αναπτύξεις ένα σύνολο δεξιοτήτων με την πάροδο του χρόνου. Η Σάλι δεν έφτασε ποτέ πραγματικά εκεί. Νομίζω ότι ο πόνος κάθε είδους απόρριψης ήταν πολύ μεγάλος για εκείνη» παρατηρεί από την πλευρά της η Σάρα Γκόλντμπεργκ.