Με τη γενιά των 17 ετών να προσέρχεται στην κάλπη φέτος για πρώτη φορά, αναρωτιέται κανείς αν το διακύβευμα των εκλογών είναι πράγματι οι οικονομικοί αριθμοί και οι επενδυτικές βαθμίδες που ακούμε στα τηλεοπτικά πάνελ. Τελικά το μέλλον της χώρας εξαρτάται από κουπόνια επιδοματικού χαρακτήρα και παροχές της τελευταίας στιγμής – μια κλασική προεκλογική συνταγή – ή από ένα ξεκάθαρο όραμα για το πού πάμε;
Μετά από μια δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων το ερώτημα γίνεται πιο ουσιαστικό από ποτέ, σχεδόν υπαρξιακό. Τι είδους χώρα θέλουμε να είμαστε σε δέκα χρόνια από τώρα; Πού θέλουμε να τοποθετήσουμε την Ελλάδα στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό χάρτη; Τι έχουμε να προσφέρουμε σε εμάς και στον υπόλοιπο κόσμο πέρα από τον αρχαίο πολιτισμό μας; Μπορούμε επιτέλους να δημιουργήσουμε αντί να προσπαθούμε μονίμως να διαχειριστούμε μια τοξική καθημερινότητα;
Την τελευταία δεκαετία είμαστε διάσημοι για αρκετές πρωτιές από το τέλος στις μετρήσεις της Eurostat με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, με τη σχεδόν χαμηλότερη αγοραστική δύναμη, με τη χειρότερη ελευθερία του Τύπου, χέρι-χέρι με την Ουγγαρία και την Πολωνία, με το κράτος δικαίου μας να φυλλορροεί. Εχουμε φτάσει σε σημείο να επιβραβεύουμε έναν υπουργό που κάνει μέτρια τη δουλειά του, να λογίζουμε «καινοτομία» το να μπορούμε να εκδώσουμε ένα πιστοποιητικό ηλεκτρονικά, να νιώθουμε περήφανοι όταν ένας πολιτικός παραδέχεται ένα λάθος δημόσια, να ακούμε οικονομικά σκάνδαλα και να λέμε «έλα μωρέ εντάξει, κι ο άλλος δεν πήρε; Ολοι ίδιοι είναι».
Η σταθερότητα που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, τελικά συμπυκνώνεται στα εξής: Οι πολίτες φοβούνται να διεκδικήσουν το δίκιο τους στα δικαστήρια βλέποντας ένα σχεδόν εδραιωμένο καθεστώς αρνησιδικίας (4,5 χρόνια ο μέσος χρόνος οριστικής επίλυσης μιας δικαστικής διαφοράς – ακόμα μια πρωτιά από το τέλος εντός ΕΕ). Αναρωτιούνται αν το να επιβιβαστούν σε ένα τρένο της γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη είναι ασφαλές για τη ζωή τους. Χάνουν τις πρώτες κατοικίες τους, δεν βρίσκουν να νοικιάσουν σπίτια, αγοράζουν προϊόντα ελληνικά εντός Ελλάδας πιο ακριβά απ’ ό,τι τα αγοράζουν οι Γερμανοί στο Βερολίνο. Οι γονείς στύβουν τις τσέπες τους για τα φροντιστήρια των παιδιών τους και η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας είναι το άρθρο 16 και του ΣΥΡΙΖΑ η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.
Τελικά, πού πάμε;
Το αφήγημα της κυβέρνησης είναι «αν δεν γίνει πάση θυσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός, η χώρα αποσταθεροποιείται και οδηγούμαστε στην καταστροφή». Τι φτωχό και άοσμο πολιτικό αφήγημα για να πείσεις κάποιον να σε εμπιστευτεί.
Το δικό μας αφήγημα, του ΠΑΣΟΚ- Κινήματος Αλλαγής είναι πως ήρθε η στιγμή να δημιουργήσουμε, όχι απλά να επιβιώσουμε.
Να χτίσουμε μαζί ένα κράτος που θα εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, θα βάζει τέλος στην αναξιοκρατία, στην ανισότητα ευκαιριών, στην αδιαφάνεια, στην υποβάθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το πελατειακό κράτος.
Και κυρίως να εμπνεύσουμε τη νέα γενιά και τις δημιουργικότερες δυνάμεις της κοινωνίας.
Αυτός είναι ο στόχος μας.
Να γίνει η Ελλάδα μια χώρα υψηλών προσδοκιών.
Η Ελένη Χρονοπούλου είναι μέλος Π.Σ. ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, υποψήφια βουλευτής Επικρατείας