Το βασικό λάθος του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι σημερινό. Είναι τεσσάρων χρόνων πριν. Είχε μόλις εγκαταλείψει το Μέγαρο Μαξίμου και, έχοντας το πάνω χέρι στο κόμμα του, μπορούσε αν ήθελε να το αλλάξει. Από την κυβερνητική θητεία του, τα χρόνια που εφάρμοζε ευλαβικά το δικό του Μνημόνιο, είχε καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι. Χάρη στη σωτήρια, γι’ αυτόν και για τη χώρα, κωλοτούμπα είχε επίσης καταλάβει τη σημασία των μετατοπίσεων, από την άγονη ρητορική της ανατροπής στον δημιουργικό ρεαλισμό.

Ηξερε. Και τι έκανε; Τίποτα. Προτίμησε την ευκολία. Αυτό που είχε μάθει από το παρελθόν του. Την αναταραχή. Την αναμπουμπούλα. Το χάος. Γι’ αυτό εργάστηκε. Υπονόμευσε κάθε μεταρρύθμιση και κάθε προσπάθεια διαχείρισης των κρίσεων. Δεν έφερε ούτε μία καινοτόμο ιδέα. Συνέχισε, απλώς, την γκρίνια, τη διαμαρτυρία και την εχθροπάθεια, την οποία εστίασε κυρίως στον αντίπαλό του, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πίστευε ότι θα επιτείνει τη φθορά που επιφέρει η εξουσία. Για να διαπιστώσει ότι δεν είναι αρκετή για να τον φέρει πάλι στα πράγματα. Γι’ αυτό, όσο έρχεται η ώρα της αλήθειας, εντείνει τη ρητορική, υποσχόμενος πλέον την όξυνση των παθών, κυβέρνηση ειδικού σκοπού και φυλακή για τον αντίπαλό του. Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη.