Μια πλευρά της προεκλογικής περιόδου, που δεν συζητήθηκε ίσως όσο έπρεπε, είναι η πρόταση για ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς για τα παιδιά τους, με βάση την αξιολόγηση που έχει γίνει σε κάθε σχολείο και η οποία παρουσιάζεται ως τρόπος να βελτιωθούν τα σχολεία, αφού θα έχουν τη διαρκή πίεση από το ενδεχόμενο να δουν τον αριθμό των μαθητών τους να μειώνεται.
Παρότι στην τρέχουσα φάση δεν συνδυάστηκε με πρόταση και για voucher, όπου η επιλογή θα μπορούσε να περιλαμβάνει όχι μόνο δημόσια σχολεία αλλά και ιδιωτικά και ανάλογα με την απόφαση των γονέων θα μεταφερόταν και η χρηματοδότηση που αναλογεί σε κάθε παιδί, έχουμε να κάνουμε με μια κατεύθυνση που θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στα δημόσια σχολεία. Ουσιαστικά, θα διαμόρφωνε μια συνθήκη όπου αρκετά σχολεία θα έβλεπαν να μειώνεται σημαντικά ο πληθυσμός τους ή να αποκτούν τη «ρετσινιά» του υποβαθμισμένου, ενώ θα διαμορφώνονταν όροι για έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό για την προσέλκυση «πελατείας» που δεν θα είχε απαραίτητα να κάνει με την ποιότητα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στη χώρα μας είχαμε συχνά το φαινόμενο γονείς να προσπαθούν να αποφύγουν σχολεία π.χ. με υψηλή συγκέντρωση παιδιών από μεταναστευτικές και προσφυγικές οικογένειες.
Ομως, το ζήτημα που αναδεικνύεται είναι συνολικότερο. Το ενιαίο δημόσιο και δωρεάν σχολικό σύστημα αποτέλεσε ιστορικά μια βασική δημοκρατική διεκδίκηση και κατάκτηση. Στηριζόταν στην αντίληψη ότι το να προσφέρεται σε όλα τα παιδιά η ίδια πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση και μόρφωση είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπίζονται οι σοβαρές ανισότητες και να γίνεται πράξη η ισότητα των ευκαιριών. Χρησιμοποιώντας μια έκφραση του συρμού, ήταν το αίτημα όλα τα παιδιά να έχουν ίση πρόσβαση στην «αριστεία». Αντιθέτως, η εισαγωγή ενός μοντέλου «επιλογής» που έχει περισσότερο να κάνει με την καταναλωτική συμπεριφορά εντός αγορών μπορεί να αναιρέσει αυτόν τον αναγκαία εξισωτικό και δημοκρατικό ρόλο που πρέπει να έχει το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.