Η στήλη την περασμένη εβδομάδα έκλεινε με ένα συμπέρασμα και μία απορία: «στις προηγούμενες εκλογές η χώρα είχε μόλις βγει από τα Μνημόνια και πάσχιζε να επιστρέψει στην κανονικότητα κυρίως με όρους οικονομικούς. Σε αυτές τις εκλογές οι πολίτες θα κληθούν να αποφασίσουν σε ποια χώρα θέλουν να ζουν. Μένει αύριο να φανεί ποια Ελλάδα θα νικήσει». Και φάνηκε με τρόπο εύγλωττο. Οχι μόνο με το πολιτικό συμπέρασμα από τη συντριπτική υπεροχή του πρώτου κόμματος. Αλλά και από την ποσοστιαία αύξηση κατά 40% του τρίτου σε σχέση με τις εκλογές του 2019. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί από κίνημα διαμαρτυρίας σε έναν πολιτικό σχηματισμό που θα πείθει τους πολίτες ότι μπορεί να βελτιώνει τις ζωές τους οδήγησε πολλούς να σκεφτούν ότι ίσως πλησιάζει στην ολοκλήρωση του ιστορικού του ρόλου, ως πολιτικό προϊόν της εποχής του συλλογικού παροξυσμού, της κρίσης και των Μνημονίων. Το κόμμα της παλιάς Ελλάδας, της μονίμως και άκριτα σηκωμένης γροθιάς, της εχθροπάθειας, του διχασμού, του λαϊκισμού, του εμείς και εσείς. Πολλοί ήταν εκείνοι που απέδωσαν τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ στις διαχειριστικές της ικανότητες στα θέματα της ακρίβειας, της αγοράς και σε όλα εκείνα που συμπυκνώνονται στο «It’s the economy, stupid» του Carville. Αποτελεί όμως πλέον κοινή αίσθηση ότι η επιλογή από τους πολίτες δεν έγινε μόνο με όρους πρακτικού αποτελέσματος. Ηταν ταυτόχρονα μία ηχηρή δήλωση καταδίκης όλων εκείνων των πολιτικών που θέλουν την Ελλάδα καθηλωμένη σε λαϊκίστικες προσεγγίσεις, στη στείρα διαμαρτυρία, στον ανορθολογισμό, στον μανιχαϊστικό λόγο και στο εμπόριο του θυμού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ