Η Μαρία Σάκκαρη ηττήθηκε στον πρώτο κιόλας αγώνα της στο Ρολάν Γκαρός και αποχαιρέτησε άδοξα και πολύ νωρίς το δεύτερο φετινό Γκραν Σλαμ. Μέσα στη στενοχώρια της για το κακό αποτέλεσμα, εξέφρασε δυσφορία για την κριτική που υποστηρίζει ότι δέχεται. «Εδώ με κράζουν όλοι που χάνω ημιτελικούς και τελικούς, αν και τους χάνω από top παίκτριες», είπε σε μια αποστροφή των δηλώσεών της στο Eurosport.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Μαρία εκφράζει ενόχληση για την κριτική που της γίνεται. Ούτε είναι η μόνη που ενοχλείται. Οι περισσότεροι αθλητές και προπονητές είθισται να ξεσπαθώνουν μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα εναντίον όσων σχολιάζουν με τρόπο που δεν τους αρέσει είτε το αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό είτε την απόδοση και τις επιλογές τους μέσα στο παιχνίδι. Ξεχνώντας ότι υπεύθυνοι για την κριτική που δέχονται είναι οι ίδιοι.

Οχι επειδή έχασαν ή δεν έπαιξαν καλά, αλλά επειδή αυτοί έχουν δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες στον κόσμο με το ταλέντο και τις δυνατότητές τους. Αυτοί βάζουν τους στόχους τους.

Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για τη Μαρία και τον κάθε αθλητή ή προπονητή που ενοχλείται από την κριτική να πουν ότι αγωνίζονται μόνο και μόνο γιατί τους αρέσει το παιχνίδι, δίχως να τους ενδιαφέρουν ούτε τα αποτελέσματα ούτε οι τίτλοι ούτε τίποτα. Δεν θα ασχολείτο κανείς μαζί τους. Θα έκαναν το κέφι τους και όλα καλά. Ομως αυτό θέλουν στ’ αλήθεια;

Προφανώς όχι. Κάνουν πρωταθλητισμό, επειδή – το λέει κι η λέξη – θέλουν να είναι πρώτοι, να κερδίζουν αγώνες, τίτλους, να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. Κι όταν καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, αποκτούν κοινό που πιστεύει σε αυτούς και τις δυνατότητές τους και νιώθει ότι μέσω αυτών των αθλητών ή των ομάδων κάνουν κι αυτοί πρωταθλητισμό. Κερδίζουν κι αυτοί αγώνες και τίτλους. Οπότε ενθουσιάζονται όταν νικούν, στενοχωριούνται και ζητούν εξηγήσεις όταν χάνουν.

Ετσι παίζεται το παιχνίδι στον επαγγελματικό αθλητισμό. Η κριτική είναι εξίσου φυσιολογική και αναμενόμενη με τους διθυράμβους και την αποθέωση. Ο πραγματικός πρωταθλητής πρέπει να ξέρει πώς να διαχειρίζεται και τα δύο.