Ακόμα είναι στ’ αφτιά μου, σαν άκουγα μικρό παιδί από τη μάνα μου κι από τις φίλες γειτόνισσές της σαν έρχονταν στο σπίτι να πιουν καφέ εκείνο το υπέροχο… «Γυναίκες, ακούστε να δείτε»… και έπειτα εκείνο το υπέροχο… «Είδα στον ύπνο μου… Λέει … ότι ήμουν…» κι άρχιζαν να μιλούν για ιστορίες παράξενες, ζωντανούς να μιλούν με τους αποθαμένους, να βρίσκονται σε παράξενα μέρη που ποτέ δεν είχαν πάει, να συναντιούνται με ανθρώπους που χρόνια είχαν χάσει… – Είδα τη μάνα μου στον δρόμο… λέει… που ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και μου φώναξε… Κόρη μου, με ξέχασες. Πρέπει να φτιάξω κόλλυβα και να τα πάω στο μνήμα της, γι’ αυτό, λέει, την είδα… Βλέπεις, ζητούν οι αποθαμένοι να κάνουμε το χρέος μας.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ