Για τον Δημήτρη Σιδηρόπουλο το delivery, ως επάγγελμα, μπήκε στη ζωή του το 2000, στην αρχή ως δευτερεύουσα απασχόληση, μέχρι που δέκα χρόνια μετά, με την οικονομική κρίση, χτύπησε και τη δική του πόρτα η ανεργία. «Αποκλειστικά ως διανομέας εργάζομαι από το 2010. Πριν ήμουν εργαζόμενος σε πλεκτήρια. Ο ιματισμός ήταν από τους πρώτους κλάδους που χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση. Ο τότε εργοδότης μου κράτησε λιγότερο από το μισό προσωπικό και εγώ δυστυχώς απολύθηκα. Ημουν 44 ετών. Το παιδί μου ήταν μικρό, γύρω στα 8. Η γυναίκα μου πάσχει από μακροχρόνια ασθένεια που δεν της επιτρέπει να εργάζεται, οπότε έπρεπε να βρω δουλειά άμεσα. Στράφηκα στον κλάδο της διανομής, αρχικά εξυπηρετώντας ένα σουβλατζίδικο. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια είμαι σε πλατφόρμα. Στα σουβλάκια δούλευα 10ωρα, 12ωρα ή αν δεν είχε δουλειά μας γύριζε σε 6ωρα και 8ωρα. Τα τελευταία χρόνια κάνω πέντε 6ωρα τη βδομάδα, 30 ώρες σύνολο και επειδή οικονομικά δεν βγαίνω, πού και πού κάνω και κανένα μεροκάματο σε γνωστά μαγαζιά εστίασης, πάλι ως διανομέας», εξηγεί ο 57χρονος Δημήτρης αναφέροντας πως δεν είναι ο μόνος που τα τελευταία χρόνια κατέφυγε σε αυτήν τη λύση. «Μέσα στην πανδημία είδα κόσμο στην ηλικία μου να μπαίνει στον κλάδο, ακόμα και να αφήνουν τη δουλειά τους για να γίνουν διανομείς, με κίνητρο ξεκάθαρα οικονομικό. Η πλειονότητα νομίζει ότι θα βγάλει περισσότερα χρήματα. Βγάζεις αλλά αυτό συμβαίνει γιατί δουλεύεις παραπάνω, όχι ότι σε πληρώνουν παραπάνω. Και πάντα υπάρχει ο φόβος αν θα γυρίσω στο σπίτι ή όχι. Οταν είσαι πάνω σε ένα μηχανάκι αρκετές ώρες τη μέρα, όσο και να προσέξεις εσύ, κάποιος άλλος απρόσεχτος θα κάνει το λάθος. Είναι και οι καιρικές συνθήκες, όλα παίζουν τον ρόλο τους στο να μην έχουμε γενικά μια καλή ζωή. Είναι αγχωτική δουλειά, είναι επίπονη δουλειά, είναι ανθυγιεινή, είναι μια δουλειά δύσκολη που δεν θα την πρότεινα σε κανέναν».