Ηταν Ιούνιος του 1957, όταν γνώρισα τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Σε συνθήκες σημαδιακές για τη ζωή μας. Ημουν σπουδαστής δραματικής τέχνης στο Ωδείο Αθηνών, με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη και τον ιστορικό του ελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. Εποχή προετοιμασίας εξετάσεων. Ο αυστηρός Ροντήρης, πάντα ανικανοποίητος με τις επιδόσεις μας, κάποια στιγμή, φουριόζος και έξαλλος, άφησε την αίθουσα και σε λίγο γύρισε με έναν νεαρό με σγουρά μαλλιά, γύρω στα 18. Μας τον παρουσίασε ως σπουδαστή στο Ωδείο για τη σύνθεση. Το ρωτούσε πόσο χρόνο ξοδεύει στο πιάνο, μελετώντας. Ο νεαρός μας ανακοίνωσε πως τώρα, σε εποχή εξετάσεων, μελετούσε περίπου δεκαπέντε ώρες την ημέρα. Ο Ροντήρης παρατήρησε πως ο σπουδαστής μελετούσε ένα όργανο, το πιάνο, εμείς, που όργανο είχαμε το σώμα μας και τη φωνή μας, πόσες ώρες έπρεπε να τα ασκήσουμε; Ο Κρητίκαρος έφυγε και έκτοτε, όταν τον συναντούσα στο προαύλιο, ανταλλάσσαμε απόψεις και κρίσεις για τη σπουδή μας.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ