[…] Κρατώντας τον «Οδηγητή»

διάβηκες από μπρος μου

λουσμένη αρώματα Κοττύ

στην μπόχα του υποκόσμου.

Φώναζαν ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ

στα προποπρακτορεία

μα πέρναγες αγέρωχη

Κνιταρχοντοκυρία.

Κανένας δεν αγόραζε

δε δίναν σημασία

ήρθα και σ’ έπιασα αγκαζέ

και σου ‘πα: «Ελα Τασία

πούλησες δέκα σήμερα

νομίζω πια πως φτάνει

— αρχόντισσά μου και κερά —

μάζεψ’ τα μάνι-μάνι

πάμε τα δυο μας κορ-α-κορ

να κάνουμε επανάσταση

να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ

Χριστούγεννα κι Ανάσταση.

Κι αν είσαι του δογματικού

σκασίλα μου μεγάλη

πάμε από Ηρώδου του Αττικού

να βγούμε προς Εκάλη.

Κνίτισσα αρχοντοκνίτισσα

παλαιοημερολογίτισσα

να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ

δόγμα και ανανέωση. […]

Θα κάνεις σου, θα κάνω μου

κι ό,τι άλλο θες ακόμα

κι απά στην ώρα του χαμού

θα σου φωνάξω:

«Ενα είν’ το Κόμμα».