Ο νέος χάρτης διαμορφώθηκε στις 21 Μαΐου και δεν πρόκειται να αλλάξει άρδην το βράδυ της 25ης Ιουνίου. Το γαλάζιο «νταμπλ σκορ» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα παγιωθεί και η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τρίτη δεκαετία του αιώνα θα επισφραγιστεί. Ιστορικά το γεγονός θα είναι αξιομνημόνευτο. Οποιο ενδιαφέρον κι αν έχει η χαμηλή πτήση του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Κυριακής, το μέλλον του Αλέξη Τσίπρα, η νέα αφετηρία του ΠΑΣΟΚ και η τύχη των κομμάτων που ακροβατούν κοντά στο όριο του 3%, οι προβολείς αναπόφευκτα θα παραμείνουν στον Μητσοτάκη. Στον νέο πολιτικό κύκλο που ανοίγει από το πρωινό της Δευτέρας, εκείνος θα είναι ο πρωταγωνιστής. Θα δρομολογεί τις εξελίξεις και θα διαμορφώνει την ατζέντα, επί της ουσίας χωρίς αντίπαλο με την αναγκαία επιδραστικότητα. Ο Μητσοτάκης και η δική του ΝΔ θα πορευθούν στη νέα τετραετία χωρίς την πίεση που δημιουργεί μια αντιπολιτευτική δυναμική – εν ολίγοις, «με μοναδικό αντίπαλο τον εαυτό τους», όπως ήδη αποφαίνονται στο γαλάζιο επιτελείο.
Δεν πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Κάθε κυβέρνηση έχει στα χέρια της την μπαγκέτα κι εκείνη ελέγχει το πολιτικό παιχνίδι. Πολύ περισσότερο μια πανίσχυρη κυβέρνηση, αναβαπτισμένη στην εκλογική κολυμβήθρα. Το βράδυ της Κυριακής, όλα τα άλλα ερωτήματα που θα απαντηθούν να δείχνουν επουσιώδη για την πορεία των πραγμάτων. Μόνον για την ψυχολογία πέριξ της Κουμουνδούρου ή της Χαριλάου Τρικούπη μπορεί να έχει σημασία το όριο του 20% για τον ΣΥΡΙΖΑ ή το νέο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. Οπως, επίσης, μόνον για την εικόνα της επόμενης Βουλής και τις αψιμαχίες στην Ολομέλεια θα παίξει κάποιο ρόλο η παρουσία της Πλεύσης, της Νίκης ή ακόμη και του ΜέΡΑ25 και των «Σπαρτιατών». Ολα αυτά τα σχήματα μπορεί να διαμορφώσουν μια αντιπολιτευτική Βαβέλ και να εμπλουτίσουν μια τετραετή παράσταση κακοφωνίας, αλλά δεν θα διαμορφώσουν ένα νέο σκηνικό μακράς πνοής. Ο Μητσοτάκης θα τους παρακολουθεί από τα κυβερνητικά έδρανα χωρίς ανησυχίες – ενδεχομένως και με κλειστά αφτιά για να προσπεράσει τον θόρυβο.
Το μόνο ερώτημα που δεν θα απαντηθεί το βράδυ της 25ης Ιουνίου έχει να κάνει με τους δύο πόλους στον πολιτικό άξονα. Στο σκηνικό του ενός μεγάλου κόμματος και μιας πανσπερμίας μεσαίων ή μικρών σχηματισμών, η εικόνα θα δείχνει ακαθόριστη και το μελλοντικό ισοζύγιο δυνάμεων αδιευκρίνιστο. Ο Τσίπρας μιλάει εσχάτως για «παράταξη», προφανώς επιδιώκοντας να συνδέσει την επιβίωση της Κουμουνδούρου με μια κεντροαριστερή ανασυγκρότηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δεν έχει παραταξιακές ρίζες – επιβεβαιώνεται όχι μόνον από το εκλογικό ασανσέρ της τετραετίας, αλλά και από την ευκολία της συμπόρευσης με τον Καμμένο που είχε προηγηθεί. Περισσότερο παραταξιακά χαρακτηριστικά εξακολουθεί να διατηρεί το ΠΑΣΟΚ, όπως αναδεικνύεται και από την καταγραφή στο πεδίο του συνδικαλισμού και της Αυτοδιοίκησης. Ο αριστερός πόλος αποτελεί στην πραγματικότητα ένα εύκολο θήραμα για τους μεγάλους θηρευτές.
Μπροστά σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, είναι άδηλο πότε το πολιτικό εκκρεμές θα ξαναβρεί την ισορροπία του και ποια νέα εικόνα θα αναδυθεί. Με ακροβολισμένους θύλακες στα δεξιά και τα αριστερά του χάρτη, η μετατόπιση του Μητσοτάκη στο Κέντρο μπορεί να οδηγήσει τελικά σε μια μεγαλύτερη ανατροπή από εκείνη της διπλής εκλογικής αναμέτρησης του 2023. Καταλαμβάνοντας τον χώρο από την Κεντροδεξιά έως την Κεντροαριστερά, ο άλλος πόλος θα μπορούσε να προκύψει δεξιότερα της ΝΔ. Η Λεπέν και η Μελόνι ίσως αποτελούν παραδείγματα και για την εγχώρια σκηνή του μέλλοντός μας. Ιδίως εάν αντιπολιτευτικές φωνές αρχίσουν κάποια στιγμή να ξεπροβάλλουν από γαλάζιους διαδρόμους.
Με παραταξιακούς όρους, στη συμπλήρωση 27 χρόνων από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, η ελληνική Κεντροαριστερά δείχνει μετέωρη. Και ενδεχομένως αυτό είναι ακόμη ένα επίτευγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ήδη χαράσσει διαχωριστικές γραμμές ως καθοδηγητής ενός «νέου προοδευτισμού». Κυρίως επειδή γνωρίζει ότι η φύση (και στην πολιτική) απεχθάνεται το κενό…