Στις εκλογές οι πολίτες έρχονται στις κάλπες για να ψηφίσουν εκείνους που θα αναλάβουν τα ηνία της χώρας τους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Οταν όμως το αποτέλεσμα θεωρείται εν πολλοίς δεδομένο, τότε μήπως έρχεται η στιγμή που το δικαίωμα να ψηφίσει κανείς και για αντιπολίτευση έρχεται πιο ενεργά στην επιφάνεια; Η ΝΔ διατηρεί μια σημαντική διαφορά ασφαλείας από τους αντιπάλους της, η οποία εφόσον επαναληφθεί και την Κυριακή, δεν αφήνει αμφιβολίες για τη θέση της την επόμενη μέρα. Οι συσχετισμοί, όμως, αλλάζουν για τα υπόλοιπα κόμματα, που αυτές τις μέρες αγωνίζονται να κερδίσουν την εμπιστοσύνη ενός φαινομενικά μικρότερου ακροατηρίου – το επιχείρημα πως η ΝΔ θα είναι παντοδύναμη μέσα στην επόμενη Βουλή και χρειάζεται κάποιον αντίπαλο που θα μπορεί να την ελέγχει θεσμικά είναι κοινό για όλα τα κόμματα, «παίζοντας» με το ενδεχόμενο ο αριθμός των γαλάζιων βουλευτών να είναι τέτοιος που να μπορεί να ορίζει καθοριστικά βασικές κοινοβουλευτικές λειτουργίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόταση μομφής ή δυσπιστίας, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με την υπογραφή του 1/6 των βουλευτών, δηλαδή με 50, όριο το οποίο, αναλόγως τα κόμματα που θα μπουν στη Βουλή, μόλις που θα ξεπερνά η αξιωματική αντιπολίτευση.
Γιατί να ψηφίσει κανείς τη δική του αντιπολίτευση; Η κάθε πολιτική δύναμη προσθέτει στη λέξη το επίθετο της αρεσκείας της, αυτό που ταιριάζει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πλευράς, αλλά και στη συγκυρία.
Συσπείρωση στον ισχυρό
«Αυτά μας είπαν την προηγούμενη εβδομάδα: Μη μιλάτε, μη ρωτάτε, μην αναπνέετε. Και τους απαντήσαμε: Εχουμε υποχρέωση απέναντι στις αξίες και στον πολιτισμό μας και να μιλάμε και να ρωτάμε», είπε ο Αλέξης Τσίπρας στην τελευταία του ομιλία στο Σύνταγμα. Αναφερόταν στο ναυάγιο της Πύλου, όμως αυτό το επιχείρημα, πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η φωνή μέσα στη Βουλή που δεν θα σωπάσει ό,τι κι αν γίνει – ακόμα και αν το αποτέλεσμα δεν είναι ευνοϊκό – είναι το βασικό επιχείρημα της Κουμουνδούρου σ’ αυτή την προεκλογική καμπάνια. Με τη λογική πως αποτελεί ακόμα τον ισχυρό πόλο στον προοδευτικό, κεντροαριστερό χώρο και, με βάση τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων, διατηρεί την κοινοβουλευτική διαφορά του από τον επόμενο, ο ΣΥΡΙΖΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο μιας κατακερματισμένης αντιπολίτευσης και μιας «γραφικής Βουλής», προβάλλοντας ακόμα ως ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ. Παράλληλα προειδοποιεί πως η Πειραιώς ποντάρει στην πιθανότητα η αντιπολίτευση να καταστεί, λόγω μεγέθους, «ανήμπορη» – «βλέπετε ποια κόμματα φουσκώνουν και υπερπροβάλλουν τηλεοπτικά, όποια βοηθάνε αυτόν τον σχεδιασμό», είπε ο Τσίπρας στο Ηράκλειο, μια έμμεση αναφορά στα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης που προσπαθούν να περάσουν το 3%. Και αν δεν είναι ελκυστικός; Για να απαντήσει σ’ αυτό, προαναγγέλλει ριζικές αλλαγές που έτσι κι αλλιώς διαφαίνονται στον ορίζοντα ήδη από την επομένη των εκλογών του Μαΐου.
«Πράσινη» θεσμικότητα και αξιοπιστία
Στο ΠΑΣΟΚ βλέπουν την προοπτική της επανόδου τους ως μια ευκαιρία «κανονικοποίησης» του δικομματισμού, μια επαναφορά σε ένα μοντέλο αντιπολίτευσης που δεν θα θυμίζει εκείνο των τελευταίων δέκα ετών – το οποίο καλλιεργήθηκε τον καιρό των Μνημονίων και χαρακτηρίζεται από τη Χαριλάου Τρικούπη ως «τοξικό». Το ΠΑΣΟΚ βασίζεται στον όρο «αξιοπιστία», γνωρίζοντας ότι αυτό αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες πληγές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη «θεσμικότητα», δηλαδή στην ανάδειξη ενός πιο μετριοπαθούς λόγου που δεν θα λέει άκριτα όχι σε όλα στην επόμενη Βουλή. «Ωρα να αποκτήσει η χώρα μια αξιόπιστη, προοδευτική αντιπολίτευση και μία πραγματική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη συντήρηση, απέναντι στον λαϊκισμό, απέναντι στις τοξικές συγκρούσεις όπου κυριάρχησαν Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ», τόνισε ο Νίκος Ανδρουλάκης σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (iefimerida), θέτοντας την αλλαγή των συσχετισμών στο κάδρο της αντιπολίτευσης ως το πρώτο βήμα για την κατάρτιση ενός κεντροαριστερού σχεδίου διακυβέρνησης τα επόμενα χρόνια – η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στο κάδρο σημαίνει, στην κεντροαριστερή ανάγνωση, κλείσιμο ενός μεγάλου κύκλου περιπετειών που ταυτίζεται για τη χώρα και τον προοδευτικό χώρο. Στη φαρέτρα του έχει ως όπλο τη θετική παρακαταθήκη του ΠΑΣΟΚ σε μια σειρά από προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην πορεία διακυβέρνησης μετά τη Μεταπολίτευση, την οποία η Χαριλάου Τρικούπη το προηγούμενο διάστημα αξιοποίησε επικοινωνιακά και για να συναντηθεί και με ένα νεότερο ηλικιακά ακροατήριο.
Λαϊκή, με μαχητική σφραγίδα
Το ΚΚΕ παίζει με τη σφραγίδα της μαχητικής εγγύησης: οι πολίτες ξέρουν τι περιμένουν από τον Δημήτρη Κουτσούμπα όταν ετοιμάζεται να ανέβει στο βήμα, καθώς η επικοινωνιακή του δεινότητα έχει το δικό της μερίδιο στην αύξηση των ποσοστών του κόμματός του. Ξέρουν επίσης τη στάση που κρατάει το ΚΚΕ μέσα στη Βουλή, καθώς τα «όχι» παραμένουν «όχι» μέχρι το τέλος. Γνωρίζουν επίσης τη στάση που κρατάει στον δρόμο – πάντα με διακριτό «παρών» στις κινητοποιήσεις, δεν θα συμμετάσχει ποτέ σε ακρότητες. Η συνέπεια είναι σύμμαχος του Περισσού σ’ αυτήν την εκλογική αναμέτρηση, ώστε να κερδίσει εκείνους που ψηφίζουν αντιπολίτευση και θέλουν να ξέρουν σίγουρα την πορεία του κόμματος που ψηφίζουν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Παράλληλα, η επικοινωνιακή τακτική του ΚΚΕ, το «αυτοί είστε» που έκανε viral τον Κουτσούμπα, επεκτάθηκε και στα μικρότερα κόμματα, με τα οποία το ΚΚΕ, δείχνουν οι έρευνες, μοιράζεται εισροές και εκροές ψηφοφόρων που ψηφίζουν διαμαρτυρόμενοι: το τρολάρισμα στη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τις καρδούλες που στέλνει επί της ουσίας την κατέτασσε στις ίδιες «συστημικές δυνάμεις» με τις οποίες το ΚΚΕ αντιπαραβάλλεται. «Με δυνατό ΚΚΕ δυναμώνει η γνήσια, λαϊκή, 100% μαχητική αντιπολίτευση», ανέφερε στην τελευταία του συγκέντρωση στην Αθήνα ο γενικός γραμματέας του κόμματος, θέτοντας τον στόχο της τρίτης θέσης.
Καρδούλες με «κουμπί» παρέμβασης
Η Πλεύση Ελευθερίας διεκδικεί την είσοδό της στη Βουλή με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν πως έχει αυξημένες πιθανότητες να το πετύχει, σηματοδοτώντας την επιστροφή της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο Κοινοβούλιο μετά το 2015 και τη σύγκρουσή της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν το καταφέρει, θα έχει πετύχει με οδηγό το προσωπικό της επικοινωνιακό rebranding, αφήνοντας στην άκρη την αυστηρότητα και αρχίζοντας να στέλνει «καρδούλες» παντού – κι αυτό παρά τις καταγγελίες για αλλαγές στις λίστες των υποψηφίων για να βγουν βουλευτές τα πρόσωπα του περιβάλλοντός της. Η ίδια μιλάει για «δυναμική αντιπολίτευση» που θα ασκήσει, η οποία βέβαια δεν έχει σχέση με τις καρδούλες: ως πρώην πρόεδρος της Βουλής, θέση στην οποία εξελέγη το πρώτο κρίσιμο εξάμηνο του 2015 και κράτησε έως τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει δικαίωμα παρέμβασης στην Ολομέλεια όποτε το θελήσει. Και αυτό το δικαίωμα έχει πει πως σκοπεύει να το ασκήσει: «Μια πολύ βασική δυνατότητα που μου δίνει ο κανονισμός είναι το δικαίωμα που δίνεται από το άρθρο 97 που επιτρέπει στην πρώην πρόεδρο της Βουλής να παρεμβαίνει, να ζητεί και να λαμβάνει τον λόγο ανεξαρτήτως σειράς και να ομιλεί για 12 λεπτά. Θα κάνω χρήση αυτού του δικαιώματος», ανέφερε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη Τύπου της Πλεύσης Ελευθερίας.
«Πατριώτες», θρήσκοι και εθνικόφρονες
Η μάχη δεξιά της Δεξιάς είναι ενδεχομένως το μεγαλύτερο μυστήριο αυτής της προεκλογικής αναμέτρησης. Αυτή αναμένεται να καθορίσει τον αριθμό των εδρών των υπολοίπων και να διαμορφώσει και τον χαρακτήρα της νέας Βουλής. Και αυτό γιατί τρία κόμματα διεκδικούν, με καθόλου τυχαίο σύνθημα την «εθνική αντιπολίτευση», την παραμονή και την είσοδό τους στη Βουλή: η Ελληνική Λύση, η ΝΙΚΗ, αλλά και το μόρφωμα που έχει στήριξη από καταδικασθέντα πρώην χρυσαυγίτη προσπαθούν να πείσουν όχι μόνο όσους αντισυστημικούς δεξιούς ψηφοφόρους δεν στραφούν προς την πλευρά της ΝΔ, αλλά και όσους ψηφοφόρους πιστεύουν πως πρέπει να υπάρχει μια πίεση της ΝΔ εκ δεξιών – ενίοτε με προκλητική φρασεολογία και βαθιά συντηρητική ατζέντα για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού, τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, αλλά το δημογραφικό και τα δικαιώματα των γυναικών, την οποία έχουν σκοπό να ξεδιπλώσουν μέσα στη Βουλή, όπως έχει ξανασυμβεί στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Δεν έχουν αντίπαλο όμως μόνο τη ΝΔ, αλλά και το ένα το άλλο, καθώς παράλληλα με το πρόγραμμά τους εκτοξεύουν ύβρεις στους υπόλοιπους για το «εθνικό τους φρόνημα», βγάζοντας τα σχετικά «δεξιόμετρα» για να βρουν ποιος είναι ο γνήσιος εκφραστής ενός ακροατηρίου που, σύμφωνα με τους μελετητές, εκτιμάται παραδοσιακά πέριξ του 5% στην Ελλάδα και πολλές φορές κατακερματίζεται.