Εντάξει, τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν πρόοδο. Μεταξύ 2003-2021 η Ελλάδα ανήκε στις πέντε χώρες της ΕΕ με το χαμηλότερο ποσοστό γυναικών στα υπουργικά συμβούλια, κάτω από 15%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος την ίδια περίοδο ήταν 26%. Αλλά το 2021 αυτός ανέβηκε στο 33%. Για να το πούμε διαφορετικά: προχθές σχεδόν επετεύχθη η σύγκλιση με την Ευρώπη της προηγούμενης εικοσαετίας. Οι κακές γλώσσες έχουν ήδη καταφύγει στη σημειολογία, επισημαίνοντας ότι μόνο ένα απ’ τα λεγόμενα βαριά χαρτοφυλάκια δόθηκε σε γυναίκα ή πως οι περισσότερες είναι υφυπουργοί. Τα σημάδια δείχνουν, δηλαδή, πως εκείνες κρίθηκαν ικανότερες για τη διαχείριση της κοινωνικο-πολιτισμικής ατζέντας κι όχι κρίσιμων τομέων σαν την οικονομία ή ότι δεν αξιολογήθηκαν ως έτοιμες να ηγηθούν ενός υπουργείου. Το ένα παραδοσιακό καλούπι σχηματισμού κυβέρνησης ράγισε. Το άλλο έμεινε ανέπαφο. Αρα, αν επιστρέψει στην Αθήνα η δημοσιογράφος του BBC, που αναρωτήθηκε το 2019 γιατί οι γυναίκες στην πρώτη μητσοτακική κυβέρνηση ήταν μόλις 5 – για να λάβει την απάντηση «δυστυχώς, δεν είχαμε τόσες που να ενδιαφέρονται για την πολιτική» -, θα φέρει πάλι μαζί της ένα μπλοκάκι γεμάτο εύλογες απορίες για τα gender politics της νέας διακυβέρνησης.