Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα διαμορφώνει μια νέα κατάσταση μέσα στη νέα κατάσταση που επισφραγίστηκε από τις κάλπες της 25ης Ιουνίου. Ο ή η διάδοχος θα μπορούσε σε πρώτη φάση τουλάχιστον να δημιουργήσει μια δυναμική για την Κουμουνδούρου, όπως έχει συμβεί σε πάμπολλες αλλαγές ηγεσίας. Αλλά θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ – εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ των μεγάλων διψήφιων ποσοστών άρχιζε με τον Τσίπρα και τελειώνει με αυτόν. Το πιθανότερο είναι ότι στην Κουμουνδούρου θα συνεχίσουν, κυρίως λόγω των νέων δεξαμενών που έχουν δημιουργήσει την τελευταία δεκαετία και μιας φουρνιάς στελεχών με αναγνωρισιμότητα, να μετρούν ποσοστά αρκετά μεγαλύτερα από εκείνα της άγονης εποχής. Να παραμείνει, δηλαδή, και στις επόμενες εθνικές εκλογές σε μια ζώνη μικρομεσαίου κόμματος. Πρόκειται για μια κατάσταση, ωστόσο, που έχει να κάνει και με το πλάνο όπως και με την εικόνα των άλλων: Τη νέα διαχείριση και αποτελεσματικότητα της κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα αντανακλαστικά, παράλληλα με τη θελκτικότητα, του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η αλήθεια είναι ότι το στοίχημα περνάει από τη γενικότερη αποδοχή του κάθε πολιτικού αρχηγού – το προσωπικό του «πέρασμα» στο μεγάλο ακροατήριο. Δεν είναι μια παράμετρος που μετριέται εκ των προτέρων, αλλά υπάρχουν προμηνύματα. Στον άλλοτε ΣΥΝ και νυν ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Μαρία Δαμανάκη, ούτε ο Νίκος Κωνσταντόπουλος ή ο Αλέκος Αλαβάνος υπολείπονταν σε αναγνωρισιμότητα, αλλά το κόμμα στα χέρια τους αγκομαχούσε στο όριο του 3%. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε κάνει χαμηλή πτήση στο ξεκίνημα (με ένα 4,6% στις εκλογές του 2009), αλλά είχε ήδη καταγραφεί μια δυναμική που συνδεόταν με τη δική του εικόνα. Το 2006 στην Κουμουνδούρου έτριβαν τα μάτια τους με το διψήφιο ποσοστό του Τσίπρα στον Δήμο της Αθήνας, ενώ το 2008, αμέσως μετά την ανάληψη της κομματικής ηγεσίας από τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ έγραψε δημοσκοπικά ακόμη και 15%. Ενα μεγάλο κοινό είχε ήδη προειδοποιήσει ότι, υπό συνθήκες, θα μπορούσε να μετακινηθεί στο κόμμα του Τσίπρα. Οι συνθήκες ήρθαν μόλις δύο χρόνια αργότερα, με το μνημόνιο, και ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύθηκε το 2012 στο 16,78% κι ένα μήνα μετά στο 26,89%. Αλλά όλοι γνώριζαν ότι η έλξη της Κουμουνδούρου οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στον αρχηγό της.
Ωστόσο, όταν η νέα σκόνη κατακαθίσει, η μεγάλη εικόνα δεν θα έχει διαφοροποιηθεί. Ο απόλυτος έλεγχος των εξελίξεων θα παραμένει στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ισως είναι ο μοναδικός Πρωθυπουργός στα ελληνικά χρονικά που δεν θα ενδιαφέρεται για τις μετακινούμενες πλάκες στο αντιπολιτευτικό πεδίο – η χαώδης διαφορά από το δεύτερο κόμμα εξασφαλίζει μια βαριά θωράκιση. Μέσα κι έξω από τη νέα Βουλή, άλλωστε, η κυριαρχία της ΝΔ δεν θα αποδυναμωθεί εύκολα και για έναν πρόσθετο λόγο: Η άλωση από τον Μητσοτάκη του λεγόμενου πολιτικού Κέντρου και η πρωτοφανής διείσδυσή του και στις κεντροαριστερές δεξαμενές, συνθέτουν μια νέα εικόνα που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με παλιά πολιτικά υλικά και με αριστερές κορώνες και διαχωριστικές γραμμές. Υπό μία έννοια, ο Μητσοτάκης έχει συγκροτήσει μια νέου τύπου «οικουμενική διακυβέρνηση», υπό τη σημαία της ΝΔ, που μεγαλώνει το ακροατήριο. Αρκεί να επισημάνει κανείς ότι στη δική του κοινοβουλευτική ομάδα συλλειτουργούν τρεις πρώην πρόεδροι της ΟΝΝΕΔ, ένας πρώην γραμματέας της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ κι ένας πρώην γραμματέας της ΚΝΕ. Η βεντάλια του Μητσοτάκη καλύπτει μεγαλύτερους χώρους από τους παραδοσιακά συντηρητικούς.
Υπό αυτό το πρίσμα, στο νέο πλάνο Μητσοτάκη μπορεί να προστεθούν προσεχώς και ριζικές αλλαγές στο κομματικό οικοδόμημα. Αλλά ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι τα στοιχήματα της νέας κυβέρνησης θα κριθούν στη μάχη της καθημερινότητας. Συνεπώς, οι μπλε φάκελοι του Ακη Σκέρτσου θα συνεχίσουν να αποτελούν το κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των υπουργών -πριν αρχίσει η κοινωνία να αξιολογεί την κυβέρνηση. Η κεντροαριστερή αφετηρία του υπουργού Επικρατείας, εξάλλου, θα συνεχίσει να εκπέμπει κι ένα παράλληλο μήνυμα ότι ο «κομματικός πατριωτισμός» όσων μετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί να αποτελεί το βασικότερο κριτήριο την ώρα της κρίσης. Μέχρι τις ευρωεκλογές του 2024 όλοι θα πρέπει να δείξουν κάτι περισσότερο…