Ενας μισθοφόρος που αναδεικνύει τη γύμνια του ρώσου αυτοκράτορα εν μέσω πολέμου κι ένα ανύπαρκτο ως χθες κόμμα που δοκιμάζει τις αντοχές του δημοκρατικού συστήματος στην Ελλάδα: δυο φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα εικονογραφούν μια κοινή, και ζοφερή, κατάσταση. Ας μην τα ξεπεράσουμε σαν να ήταν επιφαινόμενα, ενώ είναι οιωνοί.
Η πορεία του Πριγκόζιν προς τη Μόσχα, το κιότεμα του Πούτιν, η δήθεν αναδίπλωση, το προσωρινό καταφύγιο στον αδελφό δικτάτορα της Λευκορωσίας είχαν μεν στοιχεία οπερέτας, αφού ξεδιπλώθηκαν μέσα σε ελάχιστες ώρες κι έσβησαν χωρίς εμφανή φωτιά, έβαλαν όμως βόμβες σε δυο κρίσιμα, για τη Ρωσία και για την ανθρωπότητα, θεμέλια: την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και την τύχη του Πούτιν. Ο αδίστακτος μισθοφόρος, γέννημα-θρέμμα όχι μόνο του πολέμου αλλά του συστήματος που έχει εγκαθιδρύσει ο ρώσος πρόεδρος και γενικότερα της κατεύθυνσης που έχει πάρει η Ρωσία μετά τη θεωρητική απελευθέρωσή της από τα δεσμά του μπολσεβικισμού, διέβη, ό,τι και να γίνει από εδώ και μπρος, τον προσωπικό του Ρουβίκωνα και τον μετέτρεψε σε συλλογικό: ο βασιλιάς Πούτιν είναι γυμνός, ο στρατός του ανύπαρκτος, η εξουσία του στηρίζεται σε βία που ασκείται μόνο κατ’ αυτών που δεν μπορούν να την ανταποδώσουν, η προπαγάνδα έχει όριο την πραγματικότητα. Ηδη εμφανίστηκαν οι πρώτες συνέπειες: ο ίδιος ο ρώσος πρόεδρος έγινε ακόμα πιο αδίστακτος (αλλά πρόκειται για ξέσπασμα λόγω αδυναμίας) και η υποχώρηση του στρατού του στο ουκρανικό μέτωπο ακόμα πιο φανερή (αλλά η νίκη είναι πολύ μακριά). Το δράμα είναι ότι η εξασθένηση του ανθρώπου που προκάλεσε τον πόλεμο και η ενίσχυση της ουκρανικής αντεπίθεσης δεν προοιωνίζονται αυτομάτως θετικές εξελίξεις: ο σπόρος της βίας, της αδυναμίας συνεννόησης και της έκπτωσης μιας μεγάλης χώρας έχει μπει υπερβολικά βαθιά.
Στα καθ’ ημάς, πολίτες και πολιτικό σύστημα τρόμαξαν, και καλώς, έστω εκ των υστέρων, με την είσοδο των «Σπαρτιατών» στη Βουλή: ο φόβος μπορεί να είναι δημιουργικός, εφόσον απομακρύνει τον εφησυχασμό και αποκρούσει την τάση να θεωρούνται τα πάντα «φυσιολογικά». Ομως ο σχετικός δημόσιος διάλογος διεξάγεται, κατά τη γνώμη μου, με στρεβλούς όρους. Πρώτον, δεν ισχύει ότι η διάταξη που πέρασε από την προηγούμενη Βουλή για το «κόμμα Κασιδιάρη» δεν είχε καμία χρησιμότητα: έφερε το σημαντικότατο αποτέλεσμα να αποκλειστεί ο συγκεκριμένος υπόδικος από τη Βουλή. Δεύτερον, δεν είναι δημοκρατικά ορθό να κρίνουμε ένα κόμμα, που ψηφίστηκε από ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του ελληνικού λαού, πριν ακόμα το «δούμε»: οι «Σπαρτιάτες», όπως και όλα τα κόμματα, θα κριθούν από τις πράξεις τους, εντός και εκτός Βουλής, και όχι από τους υποστηρικτές τους. Τρίτον, ενδεχόμενη ακύρωση της συμμετοχής των «Σπαρτιατών» στη Βουλή από το Εκλογοδικείο/Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν αποτελεί πανάκεια: προσφυγή πολιτών και υποψηφίων για «έλλειψη νόμιμων προσόντων» (άρθρο 58 του Συντάγματος) είναι δυνατή, και σίγουρα θα γίνει, αλλά, αντί να πέφτει το βάρος σε έναν μελλοντικό και εντελώς αβέβαιο δικαστικό αποκλεισμό, η Βουλή, η Δικαιοσύνη και η Πολιτεία οφείλουν από σήμερα να φροντίσουν για τη λειτουργία αυτού του κόμματος εντός του δημοκρατικού πλαισίου, ανεξαρτήτως των ιδεών του, χωρίς να του δοθούν οι «προνομίες» αντιδημοκρατικής δράσης που δόθηκαν παλαιότερα στη Χρυσή Αυγή.
Η δημοκρατία είναι δύσκολο άθλημα: για να πέσουν ή να υποχωρήσουν οι εχθροί της, θέλει δουλειά πολλή.