Η αποχώρηση Τσίπρα άνοιξε, εκτός από τις πολιτικές εξελίξεις μέσα στο κόμμα του και πολλές συζητήσεις εντός και εκτός αυτού. Κύριο πεδίο των δεύτερων είναι η απόπειρα αποτίμησης του ρόλου του ως ηγέτη της αποκαλούμενης «κυβερνώσας Αριστεράς». Οι εκτιμήσεις εκτείνονται στο πλήρες φάσμα από (περίπου) τη θεοποίηση έως (επίσης περίπου) τη δαιμονοποίηση. Ολα αυτά καλά είναι. Οσο υπάρχουν διαφορετικές γνώμες και όσο αυτές μπορούν να εκφράζονται δημοκρατικά και μάλιστα κατά το δυνατόν πολιτισμένα και στοιχειοθετημένα, εντάξει. Οποιος είπε ότι στις δημοκρατίες πρέπει όλοι να συμφωνούν, χρειάζεται εντατικά μαθήματα γιατί έχει μπερδέψει τα βασικά και είναι επικίνδυνος.
Υπάρχει όμως εδώ κάτι που φαίνεται να έχει ξεχαστεί ενώ χωρίς αυτό όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν στην πραγματική τους διάσταση: μία συζήτηση που προηγείται σε σημασία του τι έκανε ή δεν έκανε ο Τσίπρας σε σχέση με την «κυβερνώσα Αριστερά». Επειδή χωρίς αυτό δεν θα είχε καν ανοίξει ο κύκλος που έθεσε ζήτημα ανατροπής ισορροπιών που οδήγησαν σε τέτοιου είδους σεισμικές μεταβολές στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Και η συζήτηση αυτή αφορά στην πτώχευση της Ελλάδας το 2009/2010 και στα πολλά και δραματικά χρόνια που ακολούθησαν: στα χρόνια της απελπισίας. Γιατί από εκεί όχι απλώς αρχίζουν, αλλά και εκεί τελειώνουν όσα σχετίζονται με αυτό το ζήτημα. Και το πιο ενδιαφέρον, που ουδείς φαίνεται να έχει συγκρατήσει, είναι ότι αυτό το έχει διαπιστώσει, εμμέσως τουλάχιστον, και ο ίδιος ο Τσίπρας.
Λοιπόν: είναι γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ότι η πολιτική ύλη που επέτρεψε τη γιγάντωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακριβώς η κοινωνική απελπισία της πτώχευσης της χώρας. Αυτή και μόνον, με τις φοβερές συνέπειές της. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι ο Τσίπρας πολιτεύθηκε έξυπνα επί αυτής της καταστροφής: δεν την άφησε να πάει χαμένη. Κάθε άλλο: την αξιοποίησε όσο πήγαινε.
Αλλά, έτσι ακριβώς ήταν που τέθηκε σε απόλυτη αμφισβήτηση η πολιτική ηθική και του ιδίου και, πλέον και της Αριστεράς, που ήρθε στην εξουσία με την απόλυτη εξαπάτηση του εκλογικού σώματος και κυβέρνησε σε συνεργασία με την Ακροδεξιά, για να καταλήξει να αποδεχθεί όλα όσα η ίδια έλεγε ότι θα ακυρώσει προκειμένου να γίνει εξουσία. Οπότε, τα περί «κυβερνώσας Αριστεράς» έτσι κι αλλιώς καταρρέουν, εκτός κι αν περιλαμβάνουν και τον… Καμμένο. Καταρρέει επίσης ο παλαιός μύθος του «ηθικού πλεονεκτήματος» της Αριστεράς, που η κυβέρνηση Τσίπρα το έκανε κουρελόχαρτο, όπως και τη συνέπεια των ιδεών της: το ότι η Αριστερά πούλησε την ψυχή της δεν χρειάζεται να το πει κανείς στην ίδια, το ξέρει μόνη της.
Στο τέλος όλης αυτής της υπόθεσης, ο Τσίπρας υποστήριξε ότι έβγαλε εκείνος την Ελλάδα από τα μνημόνια. Για χάρη του επιχειρήματος, ας το δεχθούμε. Τότε όμως, τι άλλο είναι η πρώτη εκλογική του ήττα από απόδειξη ότι ο ρόλος του είχε πια τελειώσει; Οτι αφού δεν είχαμε πλέον μνημόνια, όπως έλεγε και απελπισία, η Αριστερά επέστρεφε στα πραγματικά της μεγέθη, τα πριν από αυτά; Μα κι αν αυτό δεν μπορούσε να ειπωθεί μετά από μία ήττα, δεν είναι πλέον απόλυτα δεδομένο έπειτα από τρεις; Και, μάλιστα, ήττες κατακλυσμιαίες και με την απλή αναλογική, το «μέγα όραμα» του Τσίπρα, να το στέλνει ο ελληνικός λαός τελεσίδικα στα αζήτητα της ιστορίας;
Όπως δεν ήταν ο Τσίπρας εκείνος που έφτιαξε την «κυβερνώσα Αριστερά», έτσι δεν είναι και εκείνος που την τελείωσε. Τη διαχειρίστηκε βέβαια έξυπνα σε επίπεδο τακτικισμού και εντελώς αδίστακτα. Αλλά όχι στρατηγικά, όχι μακροχρόνια. Η Αριστερά της εξουσίας (μαζί με τον Καμμένο, ε!) υπήρξε «τέκνο της οργής» που γράφει ο μέγας αριστερός Βάρναλης, πλην καθόλου «ώριμο», όπως το φαντάστηκε. Μα η οργή ξεφούσκωσε πια. Και μαζί της βούλιαξε και η υποτιθέμενη «κυβερνώσα Αριστερά» με τις σκουριασμένες και κυρίως, ψευδεπίγραφες εμμονές της που ακριβώς επειδή υπήρξε τραγικά ανώριμη δεν κατάφερε να ριζώσει.