«Οι τόμοι του “Μικρού Ηρωα” ήταν η καλύτερη συντροφιά για κείνα τα εξαίσια μεσημέρια. Ρουφούσα τις περιπέτειες και τους ηρωισμούς της παρέας των παιδιών με αγωνία και ένταση σαν να ήμουν μέλος της ομάδας τους. Παραμύθια, λογοτεχνικά βιβλία και παλιά περιοδικά βοηθούσαν να περάσει η μεγάλη ζέστη και να ξαναβγούμε ορεξάτοι τ’ απόγευμα στη γειτονιά». Ο κόσμος που μεταφέρει ο ναξιώτης συγγραφέας Νικόλας Κατεινάς στο αφήγημα «Τα πληγωμένα γόνατα» είναι λίγο-πολύ γνωστός. Είναι εκεί όπου παιδιά από την Απείρανθο της Νάξου ζουν την παιδική ηλικία πριν από το σαρωτικό πέρασμα της τουριστικής ανάπλασης. Που μεγαλώνουν στο Παγκράτι της Αθήνας – αργότερα το αναπολούν και σε διηγήματά τους -, επιστρέφουν στη θάλασσα, θυμούνται τα παλιωμένα έθιμα του νησιού. Εικόνες και στιγμιότυπα ενός κόσμου που χάθηκε αλλά μπορεί να επιβιώνει πλέον σε συλλογές όπως «Ο ήχος του χιονιού» (εκδ. Φιλιππότη). Παρεμπιπτόντως από τα 26 διηγήματα που περιέχονται εκεί τα τρία έχουν δημοσιευτεί στα «ΝΕΑ» (σε αναθεωρημένη μορφή το «Ψέμα του Δημητράκη», το «Χριστούγεννα στου Παπά το Μύλο» και η «Μάσκα με αναπνευστήρα»).

Από το βιβλίο περνούν αναμνήσεις των παιδικών χρόνων «στ’ Απεράθου» και εφηβικών στο Παγκράτι της Αθήνας, γάτες που μεθούν κι εκδικούνται, ο Τύπος της εποχής, μια αυλή-κοινόβιο και στιγμιότυπα με καθημερινούς ανθρώπους. Πολλά από αυτά στο ναξιώτικο ιδίωμα – εξού και το γλωσσάρι στο τέλος (με εκείνο το εκπληκτικό «πεμπιζάμενο», δηλαδή σταλμένο, μετοχή παρακειμένου του ρήματος «πέμπω» ή τον «σαλεματάρη», δηλαδή τον ευκίνητο). Είναι μια ευαισθησία για την οποία μάς προδιαθέτει και στον «Συλλέκτη λέξεων»: «Από μικρός είχε την απορία. Ολες αυτές οι συνομιλίες που γίνονταν ανάμεσα στους ανθρώπους, οι σκόρπιες κουβέντες, οι μοναχικές προσευχές, οι χαμηλόφωνες εξομολογήσεις των ερωτευμένων, τα λόγια που κυκλοφορούσαν στον αέρα τι γίνονταν στο τέλος;».