Οι γνώμες για εκείνον διαφέρουν από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε στον πολιτικό χάρτη, όμως για δεκαπέντε χρόνια το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο είχε μια σταθερά – και αυτή η σταθερά είχε ονοματεπώνυμο: Αλέξης Τσίπρας.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ταύτισε τη διαδρομή του με την περίοδο της κρίσης. Ανέλαβε ένα κόμμα του 3% σε ηλικία 34 ετών (τότε που έκανε ακόμα τα μαλλιά του καρφάκια), ακολούθησε όλη την αριστερή κομματική τελετουργία (ακόμα και την πατροπαράδοτη «πατροκτονία») και στις αρχές του 2010 βρέθηκε να ηγείται ενός ρεύματος αγανάκτησης που τον έφερε στην αξιωματική αντιπολίτευση και έπειτα στην κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα είναι πια γνωστή ιστορία – και, όπως δείχνουν οι πρώτοι ακραίοι απολογισμοί υπέρ του και εναντίον του, είναι ακόμα εξαιρετικά νωρίς για να αποτιμηθεί.

Για τους δικούς του

Ελάχιστοι είναι εκείνοι που τα προηγούμενα χρόνια δεν ταύτισαν τον ΣΥΡΙΖΑ με την ηγεσία του. Ο Τσίπρας σχεδόν μόνος του – λένε οι περισσότεροι αναλυτές που επιχειρούν μια ψύχραιμη προσέγγιση της διαδρομής του – κατάφερε να φέρει στον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρους που δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Αυτή η ετερόκλητη μάζα, που διαμόρφωσε και εσωκομματικά τη μεγάλη πλειοψηφία των «προεδρικών», δείχνει σήμερα τις αδυναμίες της: χωρίς τον Τσίπρα ως «άγκυρα», σπάει σε πολλά διαφορετικά σημεία, μοιάζει αποσυντονισμένη, δημιουργεί την αίσθηση πως μόνο μερικά κομμάτια της έχουν ιδεολογική και οργανωτική αναφορά – κυρίως εκείνα που ακολούθησαν τον Τσίπρα από την αρχή της πορείας του (έστω κι αν άσκησαν πρόσφατα κριτική, όπως οι «6+6») και δεν προστέθηκαν αργότερα, εν είδει πασοκογενούς διεύρυνσης. Μια άλλη ερμηνεία της ίδιας αναστάτωσης που επικρατεί σήμερα θέλει τον Τσίπρα ως εγγυητή των ανοιγμάτων προς την Κεντροαριστερά, απέναντι στα στελέχη του «παλιού ΣΥΡΙΖΑ» που δεν ενδιαφέρονται για το αν θα ξαναβρεθούν στην εξουσία, επιλέγοντας την ιδεολογική καθαρότητα – χωρίς αυτόν, όσοι επένδυαν στη διεύρυνση ανησυχούν όχι μόνο πως το κόμμα θα στρίψει αριστερά, αλλά και πως οι ίδιοι θα χάσουν τις δυνατότητες παρέμβασης που τους είχαν δοθεί.

Η διαδικασία «αποτσιπροποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ, εξηγούν όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, θα είναι αναπόφευκτα επώδυνη, ακόμα κι αν δεν οδηγήσει στη διάσπαση – ο ομφάλιος λώρος κόπηκε «μαχαίρι», καθώς ο Τσίπρας τουλάχιστον ως τώρα δεν έχει διάθεση να «δείξει» προς την κατεύθυνση του ή της διαδόχου του, δεν συμμετέχει στα όργανα που αποφασίζουν τη διαδικασία και διατηρεί για τον εαυτό του ρόλο εντελώς συμβουλευτικό.

Για τους άλλους

Η παρουσία του Τσίπρα διαμόρφωσε καθοριστικά και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα – όχι μόνο σε επίπεδο συσχετισμών και ύφους, αλλά και σε επίπεδο διχοτομιών και αντιθέσεων, ακόμα και στην κόντρα που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στα συστημικά ΜΜΕ. Το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» είχε συμβολική αναφορά στις αγκαλιές του Τσίπρα με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ στην εξέδρα το βράδυ των εκλογών, τις δραματικές εξαγγελίες την περίοδο των αυταπατών, τις παρεμβάσεις για τους «αρμούς της εξουσίας». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικέντρωνε την κριτική του στον Τσίπρα, όπως ακριβώς και ο Νίκος Ανδρουλάκης. Στον Τσίπρα χρεώθηκε το πισωγύρισμα για τον Παύλο Πολάκη, η νοοτροπία διακυβέρνησης, ο λαϊκισμός και η τακτική που ακολουθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός Βουλής, αλλά και η απόπειρα κοπιαρίσματος του Ανδρέα Παπανδρέου – σε βαθμό που ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έθεσε βέτο στο πρόσωπό του για τη θέση του πρωθυπουργού, αν «έβγαιναν τα κουκιά» και η προγραμματική συμφωνία για μια κυβέρνηση συνεργασίας στις εκλογές της απλής αναλογικής.

Με τον Τσίπρα εκτός του ηγετικού κάδρου, η κριτική μένει για την «πρώην ηγετική ομάδα Τσίπρα» που πρωταγωνιστεί στις εσωτερικές διεργασίες. Οταν ο επόμενος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εκλεγεί, η κριτική δεν θα μπορεί να αφορά πια μια «αμετανόητη» προηγούμενη ηγεσία, που έχασε και παραιτήθηκε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μάχη της Κεντροαριστεράς: από τη μια ο Τσίπρας λειτουργούσε ως μαγνήτης για ένα μέρος πασοκογενών ψηφοφόρων, από την άλλη όμως ως μπαμπούλας, η παρουσία του οποίου «έκλεινε» την πόρτα για οποιαδήποτε συνεργασία: ακόμα και οι πιο δεκτικοί πασόκοι που έμειναν στα δύσκολα της παράταξής τους δεν ξεχνούσαν τις κατηγορίες για «γερμανοτσολιάδες» και «Πινοτσέτ» την περίοδο των πρώτων Μνημονίων και κυρίως την απουσία αυτοκριτικής και συγγνώμης από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ευσεβής πόθος

«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα;» – το ερώτημα είναι το ίδιο για όσους λάτρευαν να τον λατρεύουν και για εκείνους που λάτρευαν να τον μισούν. Δεν είναι μόνο η δύναμη της συνήθειας ή το χρέος που νιώθει απέναντί του ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η διαιρετική τομή που δημιουργούσε ανάμεσα στη μια και την άλλη πλευρά, η οποία διαμόρφωσε μια ολόκληρη εποχή.

Οπως και σε κάθε νωπό αποχωρισμό, τόσο εντός όσο και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφορεί το σενάριο της επανόδου. Αργά ή γρήγορα, λένε όσοι το συζητούν, αν ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν περπατάει», το «πολιτικό ον» Τσίπρας θα υπερισχύσει και θα επιστρέψει σε θέση ισχύος. Η πιο προχωρημένη εκδοχή του σεναρίου λέει πως το όχημα μπορεί να είναι έως τότε διαφορετικό, αναλόγως του τοπίου που θα έχει διαμορφωθεί μετά τις ευρωεκλογές. Καμία από αυτές τις εκδοχές, ωστόσο, δεν φαίνεται πως εκπορεύεται από τον ίδιο, που πήρε μια απόφαση που είχε και προσωπικά χαρακτηριστικά.

Το μόνο βέβαιο είναι πως και ο ίδιος αναγνώριζε, την ώρα της ανακοίνωσης της παραίτησής του, πως για πολύ καιρό αποτέλεσε μια κάποια λύση.