Το φαινόμενο δεν είναι δυστυχώς μόνο ελληνικό. Η ευκολία με την οποία όργανα της τάξης χρησιμοποιούν θανατηφόρα βία σε συνθήκες όπου δεν αντιμετωπίζουν κάποια πραγματική απειλή για τη ζωή τους, έχει καταγραφεί και στο εξωτερικό. Πρόσφατα, η Γαλλία γνώρισε μια τεράστιας κλίμακας έκρηξη οργής ακριβώς επειδή ένας αστυνομικός πυροβόλησε θανάσιμα έναν 17χρονο νέο που απλώς προσπάθησε να αποφύγει έναν αστυνομικό έλεγχο. Αλλά και στις ΗΠΑ, ένα ολόκληρο κίνημα, το Black Lives Matter ξεδιπλώθηκε επειδή υπήρχε – και υπάρχει… – μια πολύ μεγαλύτερη ετοιμότητα αστυνομικών να χρησιμοποιήσουν θανατηφόρα βία σε βάρος μαύρων που υφίσταντο αστυνομικό έλεγχο. Στη χώρα μας είχαμε το πρόσφατο περιστατικό στη Λάρισα με τον θάνατο ενός πρόσφυγα από τη Συρία ύστερα από πυροβολισμό αστυνομικού κατά τη διάρκεια καταδίωξης και παρότι ο ίδιος ήταν άοπλος, που ήρθε λίγο καιρό έπειτα από δύο κρούσματα ανάλογης θανατηφόρας βίας σε βάρος Ρομά.
Διάφοροι παράγοντες έχουν παίξει ρόλο σε αυτά τα κρούσματα θανατηφόρας βίας από αστυνομικούς παγκοσμίως. Σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τη στροφή από μια «αναμορφωτική» αντίληψη τόσο της αστυνόμευσης όσο και της ποινικής δικαιοσύνης προς μια πιο τιμωρητική, που οδηγεί σε μια σταδιακή υποτίμηση της ανάγκης αναμέτρησης με τα κοινωνικά αίτια της παραβατικότητας προς όφελος της άμεσης κατασταλτικής παρέμβασης απέναντι στην «απειλή». Αυτό επιτείνεται και από τη διαρκώς εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της ίδιας της αστυνόμευσης, ως προς τον σχεδιασμό, την εκπαίδευση, αλλά τελικά και την πρακτική, που φαίνεται και στη διαχείριση διαδηλώσεων και «ταραχών» και στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας.
Ομως, την ίδια στιγμή τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς τη σκέψη ότι τελικά κάποιες ζωές δεν μετρούν το ίδιο. Οτι θεωρούνται συγκριτικά πιο εύκολα αναλώσιμες. Οτι είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν ως «απειλή» ακόμη και εάν δεν είναι. Οτι η αστυνομική βία, θανατηφόρα και μη, έρχεται να ολοκληρώσει μια συνθήκη ανισότητας και αποκλεισμού.