«Τα πάντα στα βιβλία μου καταλήγουν σε μεγάλες ερωτικές σκηνές. Εχω την αίσθηση ότι μια σκηνή σωματικού έρωτα γεννά ένα εξαιρετικά έντονο φως, που ξαφνικά αποκαλύπτει την ουσία των χαρακτήρων και συνοψίζει τη συνθήκη της ζωής τους».
«Ο μυθιστοριογράφος διδάσκει τον αναγνώστη να κατανοεί τον κόσμο ως ερώτημα… Σ’ έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε ιερές βεβαιότητες, το μυθιστόρημα πεθαίνει. Ο κόσμος του ολοκληρωτισμού, είτε στον Μαρξ είτε στο Ισλάμ είτε σε οτιδήποτε άλλο είναι θεμελιωμένος, είναι ένας κόσμος απαντήσεων μάλλον παρά ερωτημάτων» (Philip Roth, «Κουβέντες του σιναφιού», μτφ. Κατερίνα Σχινά).
«Εκείνο που μ’ ενοχλούσε στον Ντοστογέφσκι ήταν το κλίμα που δέσποζε στα βιβλία του. Ενας κόσμος όπου όλα μετατρέπονται σε συναίσθημα ή, για να το πούμε αλλιώς, όπου το συναίσθημα ανάγεται σε αξία και αλήθεια» (Μίλαν Κούντερα, «Ο Ιάκωβος κι ο αφέντης του», μτφ. Αμαλία Τσακνιά, Εστία, 2002).
«Ο Κάφκα στο ημερολόγιό του χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματα του Ντίκενς με τα λόγια: “Αναισθησία κρυμμένη πίσω από ένα ύφος που ξεχειλίζει αισθήματα”… Αυτή η “κριτική της αισθηματικότητας” (κριτική έμμεση, παρωδιακή, αστεία, μα ποτέ επιθετική) δεν έχει στόχο μόνο τον Ντίκενς αλλά τον ρομαντισμό εν γένει, τους κληρονόμους του, τους συγχρόνους του Κάφκα, ιδίως τους εξπρεσιονιστές» («Οι προδομένες διαθήκες», μτφ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία, 1996).
«Λέγεται συχνά πως τα μυθιστορήματα του Κάφκα εκφράζουν την παθιασμένη λαχτάρα για κοινότητα και ανθρώπινη επαφή· πως αυτό το ξεριζωμένο πλάσμα, ο Κ., έχει έναν μοναδικό στόχο: να υπερνικήσει την κατάρα της μοναξιάς του… Και ιδού η κόλασή του: δεν είναι ποτέ μόνος, οι δύο βοηθοί που του έστειλε ο πύργος τον ακολουθούν συνέχεια. Οταν πρωτοκάνει έρωτα με τη Φρίντα, είναι εκεί, καθισμένοι στον πάγκο του μπαρ πάνω απ’ τους δύο εραστές, και από εκείνη τη στιγμή δεν εγκαταλείπουν πια το κρεβάτι τους. Η έμμονη ιδέα του Κάφκα δεν είναι η κατάρα της μοναξιάς, αλλά η παραβίαση της μοναξιάς!» («Η τέχνη του μυθιστορήματος», μτφ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία, 2023).