Ο Τζον Μπάνβιλ έλεγε κάποτε ότι συνήθως δεν θυμάσαι τίποτα από ένα έργο του Κούντερα, κι ωστόσο απομένεις με ένα αίσθημα πληρότητας. Ο εμβληματικός Τζορτζ Στάινερ έγραφε πάλι ότι δεν υπάρχει τίποτα να πεις γι’ αυτόν, μόνο να τον αντιγράψεις μπορείς. Κατά τον ίδιο τον Κούντερα, «ένα πράγμα λέει το μυθιστόρημα στον αναγνώστη: τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από ό,τι πιστεύεις ότι είναι». Τα βασικά σημεία μιας ιστορίας δίνονται λοιπόν διάσπαρτα, όταν πια τείνεις να ξεχάσεις ότι υπάρχει οποιαδήποτε πλοκή. Φιλοσοφώντας μετ’ ευτελείας, οι ήρωές του αναζητούν κάτι. Και τι είναι αυτό το κάτι; Απ’ ό,τι φαίνεται ούτε το νόημα της ζωής ούτε ο μεγάλος έρωτας ούτε η πραγμάτωση κάποιας θεωρίας. Αυτά όλα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν τους κινεί καν η ανθρώπινη περιέργεια, όπως ας πούμε στο Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλομπέρ (εκδ. Πόλις, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, 2007) όπου οι δύο ήρωες αγωνίζονταν να κατασκευάσουν, ειρωνικώ τω τρόπω, μια αποθήκη της παγκόσμιας γνώσης. Εδώ έχουμε τον θρίαμβο της ασημαντότητας ή κατά μία έννοια την κυριαρχία του κιτς, θεματική που είχε απασχολήσει έντονα τον συγγραφέα ήδη από τα χρόνια του στην Τσεχοσλοβακία. Με τη μόνη διαφορά ότι η τότε ελαφρότητα έχει με τον καιρό μετατοπισθεί προς τη ματαιότητα έως και βλαβερότητα των καθημερινών πραγμάτων. Οι άνθρωποι – και ο ίδιος ο συγγραφέας – λένε ψέματα για να υπάρξουν, επινοούν μικρές ιστορίες για να προκαλέσουν έναν έπαινο, ενίοτε επιλέγουν ασήμαντες ζωές, ακόμα κι αν ποθούν την αθανασία. Τίποτα τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά άξιο αφήγησης. Το σύνολο αυτό των ασημαντοτήτων, υφασμένο από την απατηλή τέχνη του Κούντερα, αν και δεν βγάζει κεντρικό νόημα, διαβάζεται πάντα χωρίς το αίσθημα ότι έχασες την ώρα σου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ