Δεν ήταν γάτες. Δηλαδή, έμοιαζαν με γάτες: είχαν τέσσερα πόδια, μυτερά αφτιά, από μια ουρά ο καθένας και έπαιζαν στα παρτέρια της Ακαδημίας. Κι όμως, δεν νιαούριζαν, γιατί οι αρουραίοι δεν νιαουρίζουν – ούτε καν αν είναι γκρι, αφράτοι, και μονοπωλούν το ενδιαφέρον ντόπιων και τουριστών μόλις λίγα μέτρα από το παλιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αν τους πλησίαζε κανείς, θα καταλάβαινε πως αυτοί οι δέκα τύποι δεν ήταν τόσο αθώα τρωκτικά όσο φαίνονταν αρχικά. Μουρμούριζαν νευριασμένα, κοιτούσαν τους περαστικούς με μισό μάτι. Ποιος να τους αδικήσει; Ζουν στην ωραιότερη πόλη του κόσμου, έχουν την απόλυτη κυριαρχία των υπονόμων του ιστορικού της κέντρου, και τώρα που η Αθήνα έχει γίνει ένα απέραντο εργοτάξιο, δεν βρίσκουν ησυχία ούτε μέρα μεσημέρι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αρουραίοι γίνονται viral γιατί κόβουν βόλτα στην πρωτεύουσα λες και δεν τρέχει τίποτα. Υπό μια έννοια, η παρουσία τους είναι αναπόφευκτη και απολύτως αναγκαία: προσγειώνουν όλους τους υποψήφιους της αυτοδιοίκησης, είναι μια φιλική υπενθύμιση πως η πόλη για την οποία μιλούν υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο στο μυαλό τους. Οση αξία κι αν έχουν, όμως, στους Αθηναίους οι αρουραίοι δεν αρέσουν. Φταίει, μάλλον, που δεν έχουν συνηθίσει την παρουσία τους, όπως συμβαίνει ας πούμε με τους Λονδρέζους ή τους Νεοϋορκέζους, οι οποίοι τους έχουν εκπαιδεύσει να κλέβουν πίτσες από τα σκουπίδια.
Οχι, το πιο αγαπημένο ζώο ενός Αθηναίου είναι η κατσαρίδα – καφέ ή μαύρη, πετούμενη ή μη, κάθε είδος έχει τη δική του αξία. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται αηδιαστική, αλλά το ξέρει, γι’ αυτό ενίοτε διαλέγει να περνάει απαρατήρητη. Είναι βέβαια πάντα παρούσα, έτοιμη να πεταχτεί για να διακόψει ένα αμήχανο ραντεβού ή μια βαρετή συζήτηση. Διαρκώς εξελισσόμενη, η κατσαρίδα είναι πιο αξιόπιστη και από προεκλογικό πρόγραμμα κόμματος – έρχεται στην ώρα της, εμφανίζεται με μαθηματική ακρίβεια στις μεγάλες ζέστες και κρατάει παρέα σε όσους δεν πάνε διακοπές. Φέτος ενδημεί στο Μοναστηράκι, για όποιον ενδιαφέρεται.