500 μέρες έκλεισε ο πόλεμος στην Ουκρανία – ο παγκόσμιος πόλεμος της εποχής μας, που ίσως κάποια στιγμή καταλάβουμε ότι αυτό ήταν – και η αβεβαιότητα γίνεται όλο και πιο πυκνή. Εχουμε φύγει από τη σφαίρα του σωστού και του λάθους, όχι γιατί δεν υφίστανται αυτές οι έννοιες – όποιος αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι πάντα από τη σωστή πλευρά – αλλά γιατί, μετά από εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και δυο χώρες διαλυμένες – ας μην αυταπάται κανείς, και ιδίως οι πολίτες της: η Ρωσία έχει περάσει για πολλά χρόνια στο περιθώριο της Ιστορίας, της οικονομίας και της ανθρωπιάς -, αυτό που έχει πρωταρχική, σχεδόν αποκλειστική σημασία, είναι πώς θα σταματήσει αυτή η τραγωδία. Και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς μπορεί να σταματήσει, ούτε καν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επιχειρηθεί. Μόλις αυτή τη βδομάδα, η λεγόμενη Δύση, που έχει μείνει, μέχρι στιγμής, αταλάντευτα αλλά και όχι απολύτως αποτελεσματικά στο πλευρό της αμυνόμενης χώρας, αντιμετώπισε, με εμπειρικό όσο και διαφορετικό τρόπο, δυο τραγικά διλήμματα.
Στις εκκλήσεις της Ουκρανίας για στρατιωτική και διπλωματική βοήθεια, μπροστά στα κατώτερα του αναμενομένου αποτελέσματα της εαρινής αντεπίθεσης, αλλά και στην πέραν κάθε φαντασίας κλιμάκωση της βίας, ιδίως κατά αμάχων, από τη Ρωσία, η Δύση δεν έκλεισε τα αφτιά. Αλλά και δεν απέφυγε ούτε τη διαίρεση ούτε τα λάθη – και «λάθος», πιστεύω, σε αυτή τη φάση, είναι οτιδήποτε απομακρύνει την επιστροφή του πολιτισμού στα ερείπια του πολέμου. Με αυτό το κριτήριο, πρέπει να ιδωθεί και η απόφαση του αμερικανού προέδρου να εφοδιάσει την Ουκρανία με βόμβες διασποράς: αυτές οι βόμβες-χειροβομβίδες διαλύουν όχι μόνο το ανθρώπινο σώμα αλλά και τις επόμενες γενιές, αφού, αν δεν εκραγούν τη στιγμή της πρόσκρουσης, μετατρέπονται σε νάρκες που παραμονεύουν για χρόνια τα ανύποπτα θύματά τους – γι’ αυτό 120 χώρες, στις οποίες δεν ανήκουν ούτε η Ρωσία, ούτε η Ουκρανία, ούτε οι ΗΠΑ, έχουν υπογράψει σύμβαση που απαγορεύει τη χρήση τους. Δεν πείθει ως αντεπιχείρημα ούτε ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε πρώτη βόμβες διασποράς στο ουκρανικό έδαφος – πολεμώντας την απανθρωπιά με την απανθρωπιά χάνεις την ηθική υπεροχή σου -, ούτε ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν, αυτή τη στιγμή, άλλα όπλα να δώσουν. Βοήθεια για την άμυνα και την αντεπίθεση, ναι, συμβολή στη δολοφονική μεγέθυνση του πολέμου, όχι – αυτή θα έπρεπε, σε έναν ιδανικό κόσμο, να ήταν η στάση των «δικαίων».
Σε πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο, η στάση του ΝΑΤΟ, πάλι με αναπότρεπτο πρωτεργάτη τις ΗΠΑ, έναντι του αιτήματος ένταξης της Ουκρανίας, δεν άφησε κανέναν ικανοποιημένο – αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ήταν αυτομάτως λανθασμένη. Η Ουκρανία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή εν μέσω πολέμου και η Δύση δεν μπορεί να αγνοεί ότι η ρωσική προπαγάνδα, που δεν αφήνει ασυγκίνητους όλους τους δυτικούς πολιτικούς και πολίτες, αυτήν ακριβώς την «πρόκληση» έναντι της δικής της ασφάλειας χρησιμοποιεί ως μοχλό και για την επιθετικότητά της και για μελλοντική διαπραγμάτευση. Ο ουκρανός πρόεδρος δικαιολογημένα περίμενε μια «μεγάλη χειρονομία» υπό μορφή πολιτικής δέσμευσης, ακόμα και χρονοδιαγράμματος για την ένταξη, αλλά το μικρό παραθυράκι ειρήνης, ή έστω κάποιας διεξόδου, δεν το επέτρεπε. Πόσο μάλλον που, και η ειρήνη και η διέξοδος, είναι όχι απλώς αβέβαιες αλλά σχεδόν χαμένες πίσω από την κλαγγή των όπλων.