Και ξαφνικά η ταινία της Σαντάλ Ακερμάν «Ζαν Ντιλμάν» από ανήλιαγες αίθουσες ευρωπαϊκών κινηματογραφικών λεσχών, όπου συνωστίζονται στον μικρόκοσμό τους σεσημασμένοι σινεπόντικες, ήρθε στο «φως της μέρας», εφόσον ανακηρύχθηκε η «καλύτερη ταινία όλων των εποχών» από έγκριτο αγγλόφωνο περιοδικό – ούτε καν από τα Καγιέ ντι σινεμά δηλαδή. Αυτές οι ανακηρύξεις είναι κάτι σύνηθες στο κινηματογραφικό σύμπαν. Η φανατική «κινηματογραφοφιλία» παίρνει κάποτε υστερικές διαστάσεις: κάποιοι χάνουν τον ύπνο τους μπας και ο «Πολίτης Κέιν» ή ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» έχουν μετακινηθεί από το βάθρο τους ή αν οι «Εφτά Σαμουράι» έμειναν εκτός πρώτης δεκάδας – ή, στα καθ’ ημάς, αν η «Ευδοκία» του Δαμιανού έχει προβάδισμα σε σχέση με την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου. Τούτος ο εστετίστικος συνεφιλικός αυτισμός έχει τις εξηγήσεις και τις έξεις του. Δεν ξαφνιάζει. Το γεγονός ότι ένα έργο τέχνης «ουσιοποιείται», μπαίνει στο καντάρι και ζυγίζεται και αποκτά μια σχεδόν θεολογικής φύσεως ιεραρχική θέση, άσχετα με τις ιστορικές συνθήκες δημιουργίας του, τις διαδικασίες πρόσληψής του και τα διακυβεύματα της «κειμενικής» του ανάγνωσης, είναι πλέον ένα (κάπως ανιστόρητο) θέσφατο της σινεφιλίας. Πάντως, δεν ισχύει το ίδιο για τα λογοτεχνικά έργα, τη μουσική ή τη ζωγραφική, όπου τέτοιου είδους ιεραρχικές κατατάξεις μάλλον ειρωνεία και δυσπιστία θα προκαλούσαν.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ