Το αιώνιο ερώτημα «Κύριε, πού πηγαίνεις;» όπως διατυπώθηκε και, κυρίως, όπως εννοείται στη «Βουλγκάτα», τη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής, στην πρόσκαιρη φυγή του Αποστόλου Πέτρου από τη Ρώμη πριν «συναντήσει» στο όραμά του τον Ιησού,ε πιστρέφει. Και, αναμφίβολα, εκφράζει περισσότερο από κάθε τι άλλο τα ελληνοτουρκικά μετά το Βίλνιους και τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Συνάντηση που επαλήθευσε τις εκτιμήσεις και πληροφορίες που την ήθελαν ως το πρώτο βήμα μιας «νέας αρχής» στις σχέσεις των δύο κρατών, επικεντρωμένης στην προσπάθεια να εκλείψουν οι εντάσεις και να επέλθει μία αληθινή σταθερότητα στο Αιγαίο.
Και όλα αυτά, ενταγμένα πλέον σε ένα ευρύτερο πλαίσιο άμεσων αναδιατάξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο πόλεμος που εξακολουθεί εκεί, οδηγώντας σε πλήρη αναδιαμόρφωση του ενεργειακού χάρτη της Ευρώπης, αλλά με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν τον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Και όχι πλέον τη Γερμανία που τώρα πια απλώς παρακολουθεί από το περιθώριο τα γεγονότα αντί να τα καθορίζει όπως από το 1990 και μετά. Κάτι που είχε επεκταθεί και στα ελληνοτουρκικά, όπου το Βερολίνο είχε εσχάτως κατακτήσει κεντρικό ρόλο διαμεσολαβητή και καθοδηγητή των εξελίξεων.
Σήμερα, όλα είναι πλέον διαφορετικά. Οι Αμερικανοί είναι ξανά στο επίκεντρο, οι ισορροπίες έχουν αλλάξει ριζικά και οι δύο χώρες καλούνται να βρουν νέα πορεία στο νέο περιβάλλον. Ομως, Domine, quo vadis? Ποια πορεία είναι αυτή; Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί ακόμα μάλλον ούτε από τον ίδιο τον Μητσοτάκη, καθώς εμπειρία δεκαετιών δείχνει ότι με την Τουρκία δεν ξέρεις ποτέ, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει στη διεθνή σκηνή. Ο ίδιος πάντως δήλωσε, μετά το Βίλνιους, ότι στόχος είναι η συνεννόηση με κατεύθυνση τη Χάγη.
Ως εδώ καλά, αν και πρόκειται για τον στόχο που, εδώ και μισό αιώνα, δεν επετεύχθη. Αλλά αμέσως μετά ξεκαθάρισε ότι πρόκειται να υπάρξουν υποχωρήσεις από την «αρχική γραμμή»! Καλά, αυτό, πώς λέγεται σε μία διαπραγμάτευση πριν καν ξεκινήσει; Αλλά, κυρίως, τι σημαίνει; Αφορά λ.χ. σε δυσμενή ελληνική αλλαγή στάσης για αποδοχή της μετατροπής μιας νομικής διαμάχης για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, σε πολιτική; Αν ναι, δεν λειτουργεί. Πρώτον, επειδή αυτή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι εφικτή, παρά τις όποιες προθέσεις. Και, δεύτερον, επειδή ακόμα και να ήταν, επίσης δεν είναι βέβαιο ότι θα αρκούσε στον «παλιό» Ερντογάν: πρόκειται για τη «βάση» απ’ όπου ξεκινούν οι απαιτήσεις του, όχι για το τέλος τους. Αυτό, καθιστά βέβαιο ότι από τη στιγμή που θα κέρδιζε αυτή την τεράστιας σημασίας αλλαγή status τότε θα ξεκινούσε ο πραγματικός εφιάλτης για την ελληνική πλευρά, σε μία διαπραγμάτευση που ουδείς μπορεί να προδικάσει πού θα σταματούσαν οι τουρκικές απαιτήσεις.
Αν πάλι μιλάμε για «νέο» Ερντογάν, προσαρμοσμένο στις καταλυτικές αλλαγές, τότε, αυτά αλλάζουν. Οι δηλώσεις του μετά το Βίλνιους ήταν πρωτοφανείς, αν και με το βλέμμα στο αμερικανικό Κογκρέσο: «η Τουρκία ούτε χρησιμοποίησε ποτέ τα αμερικανικά F16 κατά της Ελλάδας, ούτε θα το κάνει». Και επανήλθε λέγοντας, για πρώτη φορά τόσο επίμονα είναι αλήθεια, ότι θέλουν, με τον Μητσοτάκη, να αλλάξει πλέον η κατάσταση. Ομως, τότε, προς τι οι προαναγγελθείσες γενικώς και αορίστως υποχωρήσεις, που δικαίως ήδη προκάλεσαν τεράστια ανησυχία και σίγουρα συνιστούν ακατανόητο διαπραγματευτικό αυτογκόλ; Για ηρεμία αντί εντάσεως για να περάσουν οι αλλαγές; Ή έχουν επιβληθεί;
Η εικόνα είναι και θα παραμείνει θολή. Και ο Τσελίκ, που μίλησε πάλι για αποστρατιωτικοποίηση τη θόλωσε περισσότερο. Ολο αυτό είναι πρωτόγνωρο, άρα χρειάζεται να περιμένουμε. Είναι βέβαια ξεκάθαρο ότι οι Αμερικανοί έχουν δουλέψει εδώ πολυεπίπεδα. Και ασφαλώς, αν επιτευχθεί επιτέλους γνήσια συνεννόηση, χίλιες φορές μακάρι! Ως τότε πάντως, οι επιφυλάξεις δεν μπορεί παρά να πρωταγωνιστούν. Επιφυλάξεις και ανησυχίες εξαιρετικά σοβαρές και ένα ερώτημα να παραμένει κυρίαρχο: Domine, quo vadis?