Να ξεκινήσουμε με τα βασικά. Στον καπιταλισμό, δηλαδή στην ελεύθερη αγορά, κάθε μέρα οι εμπορικές διευθύνσεις των επιχειρήσεων ή κάποιοι εμπνευσμένοι επιχειρηματίες προσπαθούν να βρουν τρόπους να καινοτομήσουν και να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους, ώστε να δημιουργήσουν, έστω και προσωρινά, ένα μονοπώλιο για να επιτύχουν κέρδη. Το ενδιαφέρον εδώ είναι στο «προσωρινά». Κάθε επιτυχημένη διαφοροποίηση γίνεται γρήγορα αντικείμενο μίμησης ή αντιγραφής, δημιουργείται έτσι ανταγωνισμός, οι τιμές πέφτουν και τα κέρδη μειώνονται. Οσο πιο γρήγορα είναι τα αντανακλαστικά των παικτών της αγοράς τόσο γρηγορότερα αποκαθίσταται ο ανταγωνισμός. Καθήκον μιας κυβέρνησης είναι να διατηρεί τις προϋποθέσεις δημιουργίας του ανταγωνισμού, συμβάλλοντας στην εξάλειψη εμποδίων, όπως η ευκολία αδειοδότησης, σαφείς, απλοί και εφαρμόσιμοι κανόνες, μηδενικό κόστος εισόδου, πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Πολλοί ξεχνάμε ότι μόλις πριν από μερικά χρόνια η τάση στην ακτοπλοΐα, παρά το ρεκόρ του τουρισμού του 2019, ήταν η αποεπένδυση. Υπήρχε ανταγωνισμός, αλλά σε κάποιες γραμμές. Οι περισσότερες ήταν σχεδόν μονοπώλια. Παρά αυτές τις συνθήκες και την αυξημένη ζήτηση, σχεδόν δεν συνέφερε το επάγγελμα του ακτοπλόου. Μετά ήρθε η πανδημία. Ηρθαν οι κρατικές επιδοτήσεις και ύστερα από αυτές ακολούθησε η ενεργειακή κρίση και ήρθαν νέες κρατικές επιδοτήσεις. Μαζί με αυτές ενισχυόταν με κάθε τρόπο η ζήτηση, πάλι με επιδοτήσεις, με τα κάθε λογής pass.
Ετσι όχι μόνο τα κόστη είχαν ελεγχθεί, αλλά και η πελατεία (επιβάτες) ήταν ακμαία. Και μετά ήρθε ο πληθωρισμός και ξαφνικά η εδραίωση σε υψηλά επίπεδα των πρώην επιδοτούμενων τιμών θεωρήθηκε φυσιολογικό φαινόμενο. Και γιατί όχι άλλωστε, όταν η αντιμετώπιση του πληθωρισμού οδήγησε σε σχεδόν υποχρεωτικές μισθολογικές αυξήσεις, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα, παρά τις υπέρογκες τιμές, και τη ζήτηση για ακτοπλοϊκά ταξίδια. Και μετά ήρθε η συνειδητοποίηση της παράνοιας του πληθωρισμού ως αποτέλεσμα των πολιτικών που προηγήθηκαν. Γιατί αυτό ζούμε.
Υστερα από χρόνια επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στις δυτικές οικονομίες και την τελευταία τετραετία και στην Ελλάδα, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι θεωρούν σχεδόν φυσιολογικό φαινόμενο αυτό που βιώνουμε. Είχε γίνει σχεδόν το ίδιο και μετά τη μεγάλη κρίση του 1970. Συνάδελφοί τους της λεγόμενης προοδευτικής σχολής απέδωσαν την αύξηση του πληθωρισμού στην εταιρική απληστία και προτείνουν ελέγχους των τιμών ως απάντηση. Το 1970 η πολιτική αυτή απέτυχε. Αργότερα οι οικονομολόγοι κατέληξαν σε αυτό που σήμερα λέμε νομισματική πολιτική, η οποία συνεχώς αυξάνει τα επιτόκια, επιχειρώντας, χωρίς να καταστρέφει τις αγορές, να περιορίσει τη ζήτηση και μέσω αυτής να συγκρατήσει τις τιμές. Αυτά λύθηκαν τότε.
Στην κυβέρνηση, όπως κάνουν συνήθως στα χρόνια της δικής τους διακυβέρνησης, κατέληξαν σε λύσεις που πατούν σε δύο βάρκες. Λίγο αριστερές, λίγο δεξιές. Παρενέβησαν καλώντας τους ακτοπλόους στο Μαξίμου – αλήθεια εάν δεν υπονοούσε η ίδια η κυβέρνηση ότι κερδοσκοπούν, πού θα τους καλούσαν; Σε κάθε περίπτωση επιχείρησαν να ελέγξουν τις αυξήσεις με τον τρόπο των «προοδευτικών» αλλά όχι με τα εργαλεία τους. Τι κατάφεραν; Λίγα πράγματα, απλά συζητήσαν ένα θέμα, δόθηκαν κάτι ψήγματα εκπτώσεων για λίγους και πήγαμε παρακάτω. Το θέμα, αν το αφήσουν εκεί που το βρήκαν, είναι ότι σύντομα θα τους «ξαναεπισκεφτεί». Ο ρυθμιστής-κράτος πρέπει να διαγνώσει τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος. Αν το πρόβλημα είναι η διάρθρωση της αγοράς, τότε πρέπει να βρει τρόπους να την κάνει πιο ανταγωνιστική. Αν η αγορά απλά εκμεταλλεύεται τη διαπραγματευτική δύναμη που απέκτησε από την υποστήριξη του κράτους, τότε το κράτος πρέπει να άρει κάθε στήριξη. Σε κάθε περίπτωση ο καπιταλισμός προβλέπει και ποινές για όσους δεν σεβάστηκαν τους κανόνες του.