Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παραμένει στην εξουσία μετά τη νέα εκλογική νίκη του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Ευελπιστώ ότι οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις θα συνεχίσουν να εξελίσσονται καλά. Η ελληνο-γερμανική και ευρωπαϊκή συνεργασία έχουν, κατά τη γνώμη μου, μελλοντικά δύο μεγάλα καθήκοντα: να διεκπεραιώσουν την ενεργειακή μετάβαση και – ενόψει των συνεχιζόμενων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, που προκαλούνται επίσης από την κλιματική κρίση, τις συγκρούσεις και τις ανισότητες βιοτικού επιπέδου – να βρεθούν οι δέουσες διαδικασίες με σεβασμό στον ανθρωπισμό και διατήρηση του δικαιώματος ασύλου.

Γι’ αυτό με ανησυχεί ότι ακροδεξιά κόμματα όπως «Νίκη», «Ελληνική Λύση» και ειδικά οι «Σπαρτιάτες» μαζί έλαβαν πολύ πάνω από 10% στις εκλογές. Είδαμε ότι στην Ευρώπη υπάρχει μια εντεινόμενη στροφή προς τα δεξιά, με κατάληξη ορισμένα κράτη να μη θεωρούν ότι χρήζουν προστασίας ακόμα και ασυνόδευτα παιδιά και να μη δείχνουν καμία διάθεση να δεχθούν πρόσφυγες. Αυτό το κλίμα είναι ιδιαίτερα επιζήμιο για τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, τα οποία εγκαταλείπονται μόνα τους. Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό ότι η Γερμανία υποστηρίζει έναν μηχανισμό δίκαιης διανομής. Προσωπικά, ανησυχώ με τα δημοσιεύματα περί push-bachs στα ελληνικά σύνορα. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει προχωρήσει κατά προτεραιότητα στη διερεύνηση των καταγγελιών σχετικά με το τραγικό ναυάγιο ανοιχτά της Πελοποννήσου. Επειδή η Ελλάδα δεν έχει παράδοση κυβερνήσεων συνασπισμού, θεωρώ ακόμη σημαντικότερο η κυβέρνηση να ενσωματώσει σε ευρεία κλίμακα φωνές της κοινωνίας. Κυρίως εκείνες των νέων, οι οποίοι ενδεχομένως δεν ψήφισαν για μία άλλη κυβέρνηση και πιθανότατα δεν επωφελούνται στην κατάρτιση και την επαγγελματική τους απορρόφηση ευθέως ανάλογα με την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό την ίδρυση του «Ελληνο-Γερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας». Διότι εδώ πρόκειται για το μέλλον και στις δύο χώρες. Υπάρχει προοπτική, η συζήτηση για τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Νεολαίας να μπει σε στέρεη τροχιά, ώστε να προωθηθούν περισσότερα προγράμματα με μεγαλύτερη ασφάλεια σχεδιασμού. Κατά την άποψή μου, κορυφαία προτεραιότητα των δύο κυβερνήσεων τώρα θα πρέπει να είναι να κλείσουν αυτό το ζήτημα.

Πολλούς απασχολεί σίγουρα και η μάχη αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Θεωρώ πολύ καλό το γεγονός ότι η κυβέρνηση τολμά μία ταχύτερη απεξάρτηση από τον άνθρακα και θέλει να επεκτείνει στοχευμένα την αιολική ενέργεια. Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες, το υπουργείο Ενέργειας τις υπολογίζει στα 40 GW. (Συγκριτικά, ο αντίστοιχος στόχος της Γερμανίας είναι 35 GW έως το 2035). Μέχρι το 2030, το 67% του ηλεκτρικού ρεύματος θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.

Στις χερσαίες μονάδες αιολικής ενέργειας σε βουνά και κορυφογραμμές υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Τοπικά όμως συχνά προκύπτουν αντιπαραθέσεις. Κατά την άποψή μου, θα μπορούσε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε έργα που υλοποιούνται με τη συμμετοχή των πολιτών και των δήμων στον σχεδιασμό και την απόδοση των εγκαταστάσεων. Μια ενεργειακή μετάβαση πρέπει πάντα να υποστηρίζεται από τα κάτω. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει πρωταθλήτρια της ευρωπαϊκής ενεργειακής μετάβασης, χαίρομαι για αυτό, όπως και για τη συνεργασία σε αυτό το θέμα.

Η Λίζα Μπαντούμ είναι βουλευτής Πρασίνων, πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κλίμα – Ενέργεια, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Γερμανίας – Ελλάδας