Εχουν περάσει 60 χρόνια από την εποχή που δημοσίευσα δειλά – δειλά τις πρώτες ποιητικές και δραματολογικές μου προσεγγίσεις. Η πορεία όσων έχουν την ευκαιρία στον καιρό μας να εκθέσουν δημόσια τις απόψεις τους, τις ανησυχίες τους, τις φαντασιώσεις τους, τις απορίες τους, τις προκλήσεις και, γιατί όχι, τις επικλήσεις τους, εκκινεί από τον αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό, συχνά από μια ανάγκη να δώσεις διέξοδο και να κριθείς από την ποιότητα ή τη σοβαρότητα των αποριών σου και των αδιεξόδων σου.
Ωρίμαζα σε μια δύσκολη, και για τη χώρα και για την οικογένειά μου, εποχή. Δεν ήταν μόνο τα οικονομικά αδιέξοδα (κάποια εποχή η οικοκυρά μητέρα μου βρέθηκε μόνη με τρία αγόρια, γύρω στα 12 πάνω κάτω, με πατέρα εξόριστο κι ύστερα κρυπτόμενο την εμφυλική Ελλάδα, δίνοντας ιδιωτικά μαθήματα), αλλά και πνευματικές παρωπίδες που ήταν οι εκπαιδευτικές συνθήκες της εποχής. Δεν αγνοώ πως οι δάσκαλοί μας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας εφοδιάσουν με εργαλεία. Οφείλω σε φωτισμένους δασκάλους την αγάπη μου προς τη λογοτεχνία, την ανάγνωση της πνευματικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, σε εποχή που, έξω από το σπίτι μας, γωνία σε σταυροδρόμι, υπήρχε φυλάκιο, όπου τις νύχτες βωμολοχούσαν συμπολίτες που επιστρατεύονταν να καιροφυλακτούν, μήπως μας επιτεθούν οι εσωτερικοί εχθροί, πολλοί από τους οποίους ήταν γείτονες και συγγενείς.
Ετσι, οι φωτισμένοι δάσκαλοι, κινούμενοι από το ένστικτο, μας όπλισαν με γερή γλωσσική αρματωσιά. Είχα αξέχαστους δασκάλους στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού που με εφοδίαζαν από τη δημόσια βιβλιοθήκη της Αταλάντης βιβλία με έργα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού έως το «Δίχως Θεό» του Τερζάκη και μου απαιτούσαν να τους παραδώσω πέντε σελίδες περίληψη των όσων διάβαζα. Ηταν μόλις είχαν εμφανιστεί στην αγορά τα BIC της πρώτης γενιάς και ξόδεψα δεκάδες, γράφοντας στην έρημη εμφυλιοπολεμική περίοδο σε μια Λαμία, έδρα μεγάλης στρατιωτικής στρατιάς που εκστράτευε προς το Καρπενήσι, κυνηγώντας συνέλληνες και γείτονες!
Δύο ήταν οι τρόποι να διοχετεύσουμε τη νεανική μας ορμή. Το κλωτσοσκούφι και τα βιβλία. Τα υπηρέτησα και τα δύο. Υπήρξα επιτυχημένος τερματοφύλακας της ομάδας της γειτονιάς και συνάμα ένας μανιακός αναγνώστης. Γιος φιλολόγου είχα στη διάθεσή μου μια πλούσια βιβλιοθήκη, από την οποία βέβαια έλειπαν τα σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα, Τερζάκης, Βενέζης, Αγγελος Βλάχος, Μυριβήλης, Γαλάτεια Καζαντζάκη και, φυσικά, Νίκος Καζαντζάκης, επισήμως απαγορευμένος ως επικίνδυνος άθεος και αριστερός!
Είχα δυο – τρεις συμμαθητές που, ακόμη και τώρα, επικοινωνούμε και με κάποιους συγγενέψαμε, που ανταλλάσσαμε βιβλία που δανειζόμαστε από τη δημοτική βιβλιοθήκη. Τότε άρχιζαν κι οι πρώτες δειλές απόπειρες να γράψουμε δικά μας κείμενα. Εγώ ποιητικά επικολυρικά με εκατοντάδες τετράστιχα που φωτισμένοι δάσκαλοι έφταναν να με εμπιστευθούν και σε εθνικές επετείους να τα απαγγείλω στις σχολικές γιορτές. Θα έπρεπε κάποτε να γραφτεί ένας δημόσιος έπαινος για τον ανώνυμο δάσκαλο που γαλούχησε γενιές στη λογοτεχνία, ελληνική και παγκόσμια. Σε μια εποχή που εκατοντάδες συμπολίτες και γείτονες ήταν στα ξερονήσια κάτω από τα μαξιλάρι μου υπήρχε Ντοστογιέφσκι, Στάινμπεκ, Καμύ, Μαρκ Τουέιν, «Ερωτόκριτος» και Καρκαβίτσας, «Πάπισσα Ιωάννα» και «Σκελετόβραχος».
Ως δάσκαλος αργότερα έθεσα ως πρώτο σκοπό της ζωής μου την προσπάθεια να ανακαλύπτω, να προβάλλω, να δημοσιοποιώ, έστω και πρωτόλεια, γραπτά μαθητών μου, να τα συστήνω σε εκδότες, να τα προωθώ σε δημοτικές βιβλιοθήκες και να διαθέτω κάθε μήνα μια – δυο μέρες να πηγαίνω σε σχολεία, όπου υπηρετούσαν παλιοί μου συμμαθητές και να συζητώ με τα παιδιά, να συνιστώ βιβλία, να αναλύω βιβλία, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες που θα παίζονταν στο σινεμά. Αν μάλιστα επρόκειτο στην επαρχιακή μας πόλη να υποδεχθούμε σοβαρό περιοδεύοντα θίασο, να αναλύω στους μαθητές τα έργα που θα παίζονταν και, όταν ο θίασος έφτανε, προκαλούσα ειδικές μαθητικές παραστάσεις σε ώρες σχολείου με την παρακολούθηση μαζικά των μαθητών. Συχνά συντηρητικοί συνάδελφοι αντιδρούσαν και αποκαλούσαν δάσκαλο και μαθητές «θεατρίνους», αλλά ευτυχώς υπήρχαν επιθεωρητές και ανώτατοι υπάλληλοι του υπουργείου Παιδείας (υπουργείο Πολιτισμού δεν υπήρχε τότε) που, όχι μόνο το επέτρεπαν, αλλά απένειμαν και έντυπη επίσημη αναγνώριση της προσφοράς.
Ακόμη και σήμερα σε πρεμιέρες συναντώ εβδομηντάρηδες μαθητές μου που συνοδεύουν τα εγγόνια τους και σπεύδουν να με χαιρετήσουν και να αναφερθούν στις εφηβικές τους μυήσεις στο Εθνικό Θέατρο, στον Κουν, στο «Πειραϊκό Θέατρο» του Ροντήρη, στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο και στα υπαίθρια αμφιθέατρα του Αιγάλεω, της Νέας Μάκρης, της Νίκαιας, της Πετρούπολης, του Βύρωνα. Μια εποχή χωρίς τηλεόραση, χωρίς βίντεο, χωρίς κασέτες και με βιβλία ακριβά και σπάνια στην επαρχία. Για να εφοδιάσω μαθητές μου με έργα του Σαίξπηρ στις αθάνατες μεταφράσεις του Ρώτα και του Καρθαίου έκανα παραγγελία στον «Ικαρο» και έστελνε όσα αντίτυπα παράγγελνα. Το δυστύχημα είναι πως τώρα, με όλα τα διαθέσιμα, δεν διαπιστώνω στη νεολαία ανάλογη δίψα!