Τη φράση «οι αριθμοί δεν συμβαδίζουν», κατά το κοινώς λεγόμενο «δεν βγαίνουν», τη λένε ή την υπονοούν αρκετές φορές ο Τάσος Αναστασάτος και η ομάδα των οικονομολόγων της Eurobank στην ανάλυσή τους για την παραοικονομία στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι από όπου και αν την πιάσεις την κατανομή των φορολογικών βαρών, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Εισοδήματα άλλοτε «εξαφανίζονται» εκεί που περίμενε κανείς ότι είχαν αυξηθεί και άλλοτε «εμφανίζονται» ως διά μαγείας στις χειρότερες στιγμές για την οικονομία. Σημάδι ξεκάθαρο ότι η εμφάνιση ή η εξαφάνιση των εισοδημάτων δεν εξαρτάται από την πορεία της οικονομίας, αλλά από το πόσο συμφέρει ή όχι όσους τα έχουν να τα εμφανίσουν ή να μην τα εμφανίσουν. Το πάνω χέρι το έχουν οι φορολογούμενοι και κυρίως οι φοροφυγάδες. Οχι οι Αρχές. Και κανείς δεν απορεί επί χρόνια. Τα βλέπουν να συμβαίνουν αριστεροί και δεξιοί, «ανεξάρτητοι» και μη ανεξάρτητοι, και δεν τρέχει τίποτα. Μόνο να μην ενοχλήσουμε τα παιδιά.
Είναι εντυπωσιακό τι έγινε το 2020, έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας. Λογικά τα δηλωθέντα εισοδήματα θα έπρεπε να μειωθούν. Κι όμως, δηλώθηκαν 1,3 δισεκατομμύρια περισσότερα σε σχέση με το 2019. Τι έγινε; Απλά εκείνη τη χρονιά συνέφερε να το κάνουν και το έκαναν. Απόδειξη ότι η φορολόγηση δεν αποτελεί υποχρέωση για πολλούς, αλλά απλά δικαίωμα. Αν και όποτε θέλουν. Πάμε στις επιχειρήσεις. Το 2022 (φορολογικό έτος 2021) οι εταιρείες συνολικά δήλωσαν ακαθάριστα κέρδη περίπου 14,2 δισεκατομμύρια ευρώ και πλήρωσαν φόρους 3,5 δισεκατομμύρια λιγότερα από την προηγούμενη χρονιά (17,9 δισεκατομμύρια και 4,7 δισεκατομμύρια αντίστοιχα το φορολογικό έτος 2020). Συνολικά εμφάνισαν καθαρά κέρδη 10,7 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, το ίδιο έτος οι καταθέσεις των επιχειρήσεων στις τράπεζες αυξήθηκαν κατά το ίδιο ποσό, 10,5 δισεκατομμύρια.
Η Eurobank λέει ότι αν και μέρος της αύξησης των καταθέσεων σχετίζεται και με την πιστωτική επέκταση, από την άλλη πλευρά τα κέρδη χρησιμοποιούνται για τη διανομή μερισμάτων, την αγορά επενδυτικών προϊόντων ή την επανεπένδυση. Επιπλέον, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι εταιρείες έλαβαν 8,1 δισεκατομμύρια επιστρεπτέες προκαταβολές και 2 δισεκατομμύρια από το ΤΕΠΙΧ, εκτός από τη μόχλευση με τραπεζικά κεφάλαια. Πώς γίνεται, με όλα αυτά να συμβαίνουν, η κερδοφορία τους να είναι τόσο μικρή; «Οι αριθμοί δεν συμβαδίζουν».
Ενα άλλο θέμα που πιάνει η ανάλυση είναι ο προεκλογικός «οδυρμός» των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την… άδικη αναλογία έμμεσων – άμεσων φόρων. Επί της ουσίας λέει κάτι που πολλοί υποψιάζονταν, κόντρα στις λαϊκίστικες εμμονές. Οτι οι άμεσοι φόροι όχι λίγοι δεν είναι, αλλά αυτοί που πληρώνονται, από όσους τους πληρώνουν, δηλαδή τους μισθωτούς, είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Δεν είναι το πρόβλημα σε καμία περίπτωση οι συντελεστές. Αντίθετα ο υψηλός εφαρμόζεται από ένα εξωφρενικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος (40.000 ευρώ) σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (300.000 ευρώ).
Το πρόβλημα, όπως σωστά διαπιστώνεται, είναι στην αναλογία κατανομής των βαρών. Οφείλεται στις μειωμένες εισπράξεις άμεσων φόρων από το 26% των φορολογουμένων, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, που ανήκουν στις κατηγορίες των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων. Ολοι αυτοί τι κάνουν; Πρώτα από όλα δεν πληρώνουν τίποτα. Κάνουν σχεδόν νόμιμη φοροδιαφυγή πίσω από την πλάτη των πολιτικών, οι οποίοι επιμένουν να προτείνουν λύσεις για ένα πρόβλημα που ούτε καν έχουν πλησιάσει στην κατανόησή του.