Η κλιματική αλλαγή έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι μια αρνητική πρόβλεψη για το μέλλον, μια ανησυχητική προειδοποίηση ή μια μελλοντική δυστοπία. Στην πραγματικότητα, είναι ήδη η καθημερινότητα των όλο και πιο συχνών ακραίων φαινομένων που δύσκολα μπορούμε να τα ξορκίσουμε με φράσεις «μα και άλλοτε έκανε ζέστη». Και οι δασικές πυρκαγιές, όλο και πιο συχνές, όλο και πιο καταστροφικές, είναι κομμάτι αυτής της καθημερινότητας, σε πλανητική κλίμακα.
Σε αυτό το φόντο, η επίκληση των πάγιων και διαχρονικών προβλημάτων που γεννά ένα στρεβλό χωροταξικό μοντέλο, που στον πυρήνα του είχε μια αντίληψη του δάσους (συχνά ιδίως του καμένου δάσους) ως πεδίου επένδυσης, είναι σημαντική αλλά δεν καλύπτει όλες τις διαστάσεις του προβλήματος. Το ίδιο ισχύει για τα υπαρκτά και μεγάλα ελλείμματα τόσο στην προμήθεια εξοπλισμού κατάσβεσης (και την πρόσληψη του ανάλογου προσωπικού που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «δημοσιονομικό κόστος), όσο και στα αναγκαία προληπτικά μέτρα αντιπυρικής προστασίας που οφείλουν να λαμβάνονται έγκαιρα. Και αυτό γιατί πρέπει να δούμε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος παραμένει η συλλογική – και σε πλανητική κλίμακα – απρονοησία και η αδυναμία να ξεκινήσουν τώρα οι μεγάλοι μετασχηματισμοί, στην τεχνολογία, τα καταναλωτικά πρότυπα, στο αναπτυξιακό μοντέλο, στην ανακατεύθυνση πόρων και δυναμικού που είναι ο μόνος δρόμος για να μην υπάρξει μεγαλύτερη επιδείνωση της κατάστασης και να αρχίσει η σταδιακή αντιστροφή της τάσης.
Γιατί αυτό που απαιτείται είναι μια πραγματική επανάσταση, συγκρινόμενη στο βάθος των αλλαγών με τη βιομηχανική επανάσταση, με τη διαφορά, όμως, ότι αυτή τη φορά δεν θα μπορούν να είναι οι «δυνάμεις της αγοράς» αυτές που θα δώσουν την αποφασιστική ώθηση, άλλωστε η αποτυχία της τρέχουσας εκδοχής «Πράσινης Μετάβασης» προσφέρει αρκετά επιχειρήματα επ’ αυτού, αλλά η συνειδητή και συλλογική απόφαση για την κατανομή των πόρων, τις παραγωγικές προτεραιότητες, την αναζήτηση βιώσιμων λύσεων, την ιεράρχηση των συλλογικών αναγκών έναντι των ιδιωτικών παρορμήσεων, την πλανητική συνεργασία και δικαιοσύνη.