Για τη Μάρη Παπαχριστοπούλου και την κόρη της Μαριάνθη το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου ήταν ένα τυπικό καλοκαιρινό μεσημέρι. «Γύρω στις 18:00 βλέποντας τις ειδήσεις για τη φωτιά στην Κινέτα και μυρίζοντας τον καπνό, ανοίξαμε με την κόρη μου την πόρτα. Και αντικρίσαμε την Κόλαση. Ξαφνικά, έτσι όπως σας το περιγράφω».  

Οι δύο γυναίκες εγκατέλειψαν γρήγορα το σπίτι τους. Ομως, η φωτιά τις πρόλαβε. «Μας βρήκε η φωτιά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου μπροστά κι εγώ από πίσω της για να την καλύψω. Κι έτσι η φωτιά με βρήκε στην πλάτη. Οσο τρέχαμε με την κόρη μου και η φωτιά μας έκαιγε σκεφτόμουν «Ετσι πρέπει να νιώθει κανείς όταν πεθαίνει»».

«Εκείνη την ώρα το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να σωθούμε και να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε σε ένα “ασφαλές” σημείο. Ομως, δεν υπήρχε πουθενά ασφαλές σημείο. Τα όσα ζήσαμε θα τα παρομοίαζα με την κόλαση του Δάντη», συμπληρώνει η Μαριάνθη Παπαχριστοπούλου.

Νοσηλεύτηκαν για περισσότερους από δύο μήνες. «Οι χειρότερες στιγμές ήταν στο νοσοκομείο με τις πολύ επώδυνες αλλαγές στα τραύματά μας, οι οποίες γίνονταν χωρίς αναισθησία. Και μετά βιώσαμε το στάδιο του πένθους του σώματός μας. Εγώ προσωπικά πέρασα από όλα τα στάδια του πένθους: την άρνηση, τη συνειδητοποίηση και στο τέλος την αποδοχή. Βγήκα από το νοσοκομείο τον Σεπτέμβριο και προς τον Ιανουάριο κατάφερα να ισορροπήσω και να βρω τα πατήματά μου. Συνέχισα να πηγαίνω στη σχολή μου. Πιστεύω ότι αν δεν έβγαινα από το σπίτι μου τότε, μπορεί να μην ξανάβγαινα και ποτέ. Γυρνούσα στο σπίτι μου και μάτωναν τα πόδια μου όσο ήμουν στη σχολή», αφηγείται η Μαριάνθη Παπαχριστοπούλου.

Για τη Μάρη Παπαχριστοπούλου το κράτος ήταν απών. «Για ενάμισι χρόνο το κράτος αγνοούσε την ύπαρξή μας. Δεν γνώριζαν ποιοι ήμασταν, πώς διαβιούσαμε, πώς προμηθευόμασταν τα ειδικά ρούχα που έπρεπε να φοράμε 23 ώρες και κόστιζαν πάρα πολλά χρήματα. To Κοινωφελές Ιδρυμα Λάτση ήταν εκείνο που έπαιρνε τις συνταγές μας από τα ειδικά φάρμακα που προμηθευόμασταν και μας αποζημίωνε».

«Αν κάποιος μας βοήθησε ψυχολογικά αυτοί ήταν οι κάτοικοι και οι φίλοι μας», εξηγεί η Μαριάνθη τονίζοντας τον ρόλο που διαδραμάτισαν δύο συμπολίτες τους στην περίθαλψη των εγκαυματιών στο Μάτι. Πρόκειται για τον Αλέξανδρο Ανδρονόπουλο και την Μαρίνα Καρύδα που συμπαραστάθηκαν στους εγκαυματίες, βοήθησαν στη δημιουργία του Εθνικού Μητρώου Εγκαυματιών και εν συνεχεία ίδρυσαν τη Salvia Burn Association, την οργάνωση που εξειδικεύεται στο έγκαυμα καλύπτοντας ένα ουσιαστικό κενό.

«Κάθε χρόνο, κάθε 23 Ιουλίου ντύνομαι πάντα στα μαύρα για να τιμήσω αυτούς που έφυγαν. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν ήταν εδώ δεν θα πρέπει να το ξεχάσουν αυτό», καταλήγει η Μαριάνθη Παπαχριστοπούλου.