Για τον Γιώργο Καΐρη 30 δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να ανατραπούν όλα στη ζωή του. Ηταν η χρονική απόσταση που τον χώρισε από τη σύζυγό του, όταν εκείνη εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι τους στον Νέο Βουτζά βρίσκοντας άδικο και τραγικό θάνατο. «Μας χώρισαν 30 δευτερόλεπτα! Εκείνη εγκλωβίστηκε μέσα και εγώ έμεινα απέξω. Η Τάνια ζούσε για ολόκληρα 50 λεπτά χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποιος άλλος συνάνθρωπός μου μπορεί να χάσει έναν δικό του άνθρωπο κάτω από συνθήκες για τις οποίες ευθύνεται από την αρχή μέχρι το τέλος η Πολιτεία και να του δώσουν ένα κουτί λέγοντάς του «Αυτό είναι»».

Κι αν ο θάνατος τον χώρισε από την αγαπημένη του σύζυγο, η αγάπη του για εκείνη και η ανάμνησή της παραμένουν ζωντανές στον αγώνα του για δικαίωση: «Η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και εννέα μήνες και νιώθω σαν να παρακολουθώ μία φαρσοκωμωδία που όμοιά της δεν υπάρχει: Με συνηγόρους κατηγορουμένων να μας εμπαίζουν, με κατηγορούμενους που είναι εριστικοί και προκλητικοί απέναντί μας και με μάρτυρες που ψεύδονται αποκρύπτοντας την αλήθεια. Και όλα αυτά εμείς πρέπει να τα δεχόμαστε. Χωρίς να μπορούμε να εκφραστούμε μιας και όπως ισχυρίζεται η έδρα «στη δίκη αυτή, δεν χωρούν οι συναισθηματισμοί»».

Ο Γιώργος Καΐρης αναμετριέται καθημερινά με έναν θυμό που δεν καταλαγιάζει αλλά αντίθετα αναζωπυρώνεται, θυμό που για εκείνον σχετίζεται με την εκκωφαντική σιωπή στις απελπισμένες κλήσεις του για βοήθεια και στον ανύπαρκτο σχεδιασμό αντιμετώπισης της πυρκαγιάς εκ μέρους του κράτους. Η επιβολή της όποιας ποινής στους κατηγορούμενους δεν πρόκειται να τον ανακουφίσει: «Η λέξη δικαίωση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Δυστυχώς όμως το κράτος πάντα εμπλέκεται στα θέματα της δικαιοσύνης για να τη βγάλει καθαρή».

Στην ερώτηση τι νιώθει όταν ξημερώνει η 23η Ιουλίου, η  απάντησή του είναι αφοπλιστική: «Δεν περιμένουμε την 23η  Ιουλίου για να μας έρθουν στο μυαλό οι μνήμες και να πούμε ότι τιμούμε τους ανθρώπους μας. Υστερα από πέντε χρόνια απλά έχουμε μάθει να περπατάμε παράλληλα με τον πόνο μας».